Η Κύπρος είχε να επιδείξει ένα εξαίρετο τραπεζικό σύστημα δια του οποίου αναπτύχθηκαν μεγάλες οικονομικές δραστηριότητες και να υπάρχει μεγάλη ρευστότητα στη διακίνηση χρημάτων, με αποτέλεσμα η οικονομία του τόπου να κινείται με γρήγορους και αναπτυξιακούς ρυθμούς. Το κυριότερο όμως πλεονέκτημα ήταν ο εταιρικός φόρος και το τραπεζικό σύστημα το οποίο διαφυλαττόταν από το κράτος, ώστε δεκάδες δισεκατομμύρια να εισρέουν ως καταθέσεις, και να αποτελεί έτσι το τραπεζιοικονομικό σύστημα τον κυριότερο οικονομικό πνεύμονα της Κύπρου.
Όσο μικρή σε μέγεθος και αναλογία με τις μεγάλες χώρες ήταν η Κύπρος, τόσο μεγάλος ήταν ο χρηματοπιστωτικός της τομεας και τόσο μεγάλα τα κέρδη και τα οφέλη από αυτόν. Με το πρότυπο και ασφαλές της σύστημα, έλκυσε τους εκατομμυριούχους ανά τον κόσμο οι οποίοι έφεραν τα χρήματα τους στον τόπο μας. Δημιουργήθηκε ένας οικονομικός πνεύμονας τόσο μεγάλος, που σχεδόν από μόνος του αρκούσε για ασφαλή οικονομική ευημερία στον τόπο.
Αυτό το πρότυπο αποφάσισε να ακολουθήσει η Γερμανία, μ αυτό τον τρόπο αποφάσισε να κυριαρχήσει ανά τον κόσμο, κάτι που δεν κατάφερε με τους δυο παγκόσμιους πολέμους. Για να πετύχει αυτό το σκοπό θα έπρεπε πρώτα να διαλύσει τον Κυπριακό τραπεζοοικονομικό κολοσσό και να επιδείξει μια δύναμη χειραγώγησης ώστε να απόδειξη πως αυτή σαν δυνατή χώρα μπορούσε να εγγυηθεί τις καταθέσεις των ξένων. Έπρεπε με φανερό τρόπο και δια πυρός, να διαλύσει το Κυπριακό τραπεζοοικονομικό σύστημα για να αποδείξει ότι μόνον αυτή, ένεκα της οικονομικής της ευρωστίας, θα μπορούσε να εγγυηθεί τα χρήματα των καταθετών.
Χρησιμοποιώντας ορισμένους πολύ λίγους, άπληστους και άσκεφτους απάτριδες Κύπριους εγκάθετους της, κατάφερε να καταστρέψει το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου. Υπό τις ευλογίες αυτών των ανθρώπων, οι Κυπριακές τράπεζες επιδόθηκαν σε δύο κυρίως τομείς, οι οποίοι επέφεραν σιγά και σταθερά το τελειωτικό πλήγμα στην ίδια τη ρευστότητα τους. Επένδυσαν τα ξένα χρήματα των καταθετών τους στα Ελληνικά ομόλογα και στις παραχωρήσεις αμέτρητων επισφαλών δανείων σε όλους όσους ζητούσαν να δανειστούν.
Με αυτό τον πολύ εύκολο τρόπο εξεύρεσης δανικών, όλοι οι κάτοικοι της Κύπρου και του εξωτερικού πίστεψαν ότι χρησιμοποιώντας τα θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν πλούσιοι εισοδηματίες. Δανείστηκαν χρήματα για να γίνουνDevelopers, να φτιάξουν επιχειρήσεις, να κτίσουν σπίτια πολυτελείας και να αγοράσουν λιμουζίνες. Όλα πήγαιναν καλά κατ αρχάς, και όταν ύστερα οι επιχειρήσεις δεν απέδιδαν, όταν τα διαμερίσματα δεν πωλούνταν και δεν νοικιάζονταν ένεκα της πληθώρας που κτίστηκαν, οι τράπεζες συνέχιζαν να τους στηρίζουν και να τους δανείζουν.
Όταν όμως έφτασε ο καιρός που τα δανικά δεν μπορούσαν να επιστραφούν είτε γιατι τα περισσότερα δόθηκαν για καταναλωτικούς σκοπούς, είτε γιατί χρησιμοποιήθηκαν σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, η ρευστότητα στις τράπεζες άρχισε να μειώνεται.
Εδώ ξεκινά η ευθύνη του διοικητή της Κεντρικής τράπεζας του οποίου ρόλος ήταν να ελέγχει τις τράπεζες και να βάζει τους ανάλογους φραγμούς εκεί όπου έπρεπε. Αντί αυτού, σιωπηρά τις άφηνε να εκτίθενται όλο και πιο πολύ, τις παρότρυνε να αγοράζουν τα Ελληνικά ομόλογα, και όταν δημιούργησαν τις γνωστές τρύπες των δισεκατομμυρίων, συμβούλευσε το κράτος να τις κρατικοποιήσει. Ακολούθως τις άφησε στο έλεος του ΕΛΑ που σκόπιμα έδωσε ρευστότητα στις κρατικές πλέον τράπεζες μέχρι 9.5 δις, που προστιθέμενα με τη ζημιά αξίας 5.5 δις των Ελληνικών ομολόγων, το Ρωσικό κρατικό δάνειο των 2.5 δις, καθώς και ορισμένα άλλα κρατικά χρέη, δημιουργύθηκε το τεράστιο κρατικό χρέος 20,8 δις.
Εδώ ξεκινά και η ανάγκη στήριξης της Κυπριακής οικονομίας από την Τρόικα. Έχοντας εξαντλήσει τον εσωτερικό δανεισμό και καταχρεωμένη με τον εξωτερικό δανεισμό, θα έπρεπε να αρχίσει να πληρώνει τις εγγυημένες από αυτήν καταθέσεις του κόσμου μέχρι εκατό χιλιάδες στις τράπεζες Λαϊκής και Κύπρου, στις οποίες πλέον ο ΕΛΑ σταμάτησε να τροφοδοτεί με ρευστότητα, καθώς και τα 9 δις που ο ΕΛΑ έδωσε στις τράπεζες.
Η Τρόικα κατάφερε να φέρει την οικονομία της Κύπρου εκεί που ήθελε. Συνομολόγησε με την Κυπριακή κυβέρνηση το μνημόνιο διάσωσης της οικονομίας της. Μια συμφωνία όμως, με τους όρους της Τρόικας, και τους οποίους η Κυπριακή κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να δεχτεί.