-Γεννήθηκα στη Χλωρακα ένα
χωριό που έχει στα ριζά του την Μεσόγειο να το προσκυνά. Θυμάμαι αυτή τη
θάλασσα απο μικρός να βρυχάται δυνατά και με βία να θέλει να κατατρώει τις
ακτές, μα αυτές ήταν πέτρινες και στέρεες, ήταν βράχοι άγριοι, απότομοι και
θεόρατοι που καταλυμό δεν είχαν. Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν στην άκρια
του χωριού και μπορούσε να φτάνει ως τα αφτιά μου με περίσσια δύναμη ο σάλαγος
των κυμάτων, εκείνος ο άγριος ρόχθος της θάλασσας που έσμιγε με τη βουή
του ανέμου και μαζί ο βρυχηθμός τους σαν θυμωμένο βουητό μου προκαλούσαν δέος,
μα που σιγά με τον καιρό μου άρεσαν και στη σκέψη μου έμειναν σαν άγρια
θαλασσινή ταξιδιάρικη μουσική, προπομπός αφανέρωτων αποκαλύψεων που θα
ξέβραζε από τα βάθη της η θάλασσα της Χλώρακας. Θυμάμαι όποτε είχε μεγάλες
τρικυμίες, περπατούσα στην άκρη της θάλασσας και με έλουζαν οι υδρατμοί των
φοβερών κυμάτων που έσκαγαν με δίνη και δυνατό υπόκωφο θόρυβο στα άγρια βράχια.
Και εγώ έστεκα στην άκρη της θάλασσας κι αγνάντευα τον σκοτεινό ορίζοντα που
στο βάθος συναντιόταν με τον γκρίζο ουρανό και σχημάτιζαν τον τέλειο απέραντο
κύκλο, αυτόν του σχήματος της γης. Και ήμουν ευχαριστημένος που μπορούσα
και έβλεπα την άκρια της γης.