Ήταν παιδιά τη μια στιγμή ζωντανά, την άλλη πεθαμένα,
σκοτωμένα, αδικοχαμένα. Μόλις λίγο πριν, χαρούμενα κουβέντιαζαν για τα μεγάλα όνειρα
της μικρής ζωής τους. Εκείνο το βράδυ θα πήγαιναν βόλτα, πήγαν, μα δεν γύρισαν.
Και άφησαν τις χαροκαμένες μανάδες τους να κλαίνε
αβάσταχτα, και να νιώθουν τον πόνο και σήμερα και αύριο και πάντα, έναν πόνο
που θα τρώει τα σωθικά τους για όλη την υπόλοιπη μαύρη ζωή που θα τους μείνει.
Και στο κοιμητήριο κάθε σούρουπο γυναίκες, θυγατέρες,
αδελφές, γιαγιάδες, αλλά κυρίως χαροκαμένες μανάδες, μαυροφορεμένες ανάβουν τα
καντήλια, κλαίνε τον καημό τους και προσπαθούν να ξαλαφρώσουν την ψυχή τους.
Το χρώμα του θανάτου που έχει απλωθεί παντού και τα
μοιρολόγια που λένε θυμωμένες για το Χάρο που πήρε τα παιδιά τους, συνθέτουν
μαύρο και άραχνο πονεμένο σκηνικό, εφιάλτη τρομερό που φέρνει βαθιά στις
καρδιές τους έναν πόνο φοβερό, βαθύ και αδιάκοπο που αλαφιάζει το νού και κόβει
την ανάσα.…
Και λέμε στους υπόλοιπους νέους που είναι ακόμα ζωντανοί,
δέστε αυτές τις μάνες. Ο θάνατος είναι στιγμιαίος, έρχεται φεύγει, και γι αυτόν
που φεύγει δεν μένει τίποτα. Ούτε πόνος, ούτε μαράζι. Ο πόνος ο μεγάλος ο
αφόρητος και ο αβάσταχτος, είναι γι αυτούς που μένουν. Τους φίλους, τους
συγγενείς, και τους αγαπημένους.
Αλλά κυρίως για τις μανάδες που ένας ανίκητος πόνος
εφιάλτης τις κυριεύει χωρίς να τους επιτρέπει ανάσα ανακούφισης, και που
συνθλίβει τη καθημερινότητα τους, παγιδεύει το μυαλό τους, λυγίζει το ηθικό
τους και τους σκοτώνει τη ψυχή κάθε στιγμή.
Πρέπει λοιπόν οι νέοι να σκεφτούν αυτές τις μανάδες που
τα όνειρα, οι ελπίδες και οι προσδοκίες που είχαν γι αυτούς, συνθλίβονται και
κατακρημνίζονται εν μία στιγμή.
Διότι να ξέρουν, τα παιδιά πεθαίνουν μια φορά, οι μανάδες
όταν χάνουν τα παιδιά τους πεθαίνουν κάθε μέρα…
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ