O Δεκαπενταύγουστος ήρθε και φέτος με τον υδράργυρο στα ύψη και με την υγρασία να δημιουργεί αποπνιχτική ατμόσφαιρα. Οι χιλιάδες επισκέπτες γέμισαν τις παραλίες όλης της Πάφου και μαζί με τους ντόπιους γέμισαν τις θάλασσες αναζητώντας την δροσιά της.
Όλες
οι παραλίες από την Πέτρα του Ρωμιού έως τον Πύργο Τυλληρίας γέμισαν κόσμο. Οι
παραλίες της Κάτω Πάφου, της Κισσόνεργας, της Πέγειας, του Ακάμα και της Πόλεως
Χρυσοχούς, είχαν μέρες γιορτινές και χαρούμενο πανηγύρι με τους επισκέπτες να
χαίρονται τη δροσιά της θάλασσας.
Η
Πάφος με τα πεντακάθαρα και καταγάλανα νερά της αποτελούσε πόλη έλξης από
ανέκαθεν,
και
στην δύσκολη αυτή εποχή της οικονομικής κρίσης, τις παραλιακές περιοχές
συνηθίζουν να επισκέπτονται περισσότεροι ντόπιοι ζητώντας φθηνές αλλά συνάμα
και ποιοτικές διακοπές.
Παρ
όλα αυτά, οι παραλίες της Χλώρακας παρέμειναν άδειες χωρίς επισκέπτες, και τα
ξενοδοχεία μισογεμάτα. Ο λόγος, απλός. Οι περισσότερες προσβάσεις στις παραλίες
είναι αποκομμένες και χωρίς προσβάσεις, ενώ οι περισσότερες έχουν καταλειφθεί
από επιχειρηματίες που άλλες περιέφραξαν, άλλες τσιμέντωσαν, και άλλες έκαναν
αποκλειστικά δικές τους χωρίς καμιά τοπική ή Επαρχιακή αρχή να τους
παρεμποδίζει.
Αλλά
το χειρότερο απ όλα, τα άλλοτε πεντακάθαρα και κρυστάλλινα νερά της θάλασσας
της Χλώρακας έγιναν γκρίζα, θολά, γέμισαν βακτήρια, και τα νερά έγιναν
κίτρινα στο χρώμα του θανάτου με τη χλωρίδα να έχει ξεραθεί και την πανίδα να
εξαφανιστεί.
Τα
λύματα από τα ξενοδοχεία και τις τουριστικές μονάδες τρέχουν ασταμάτητα
δημιουργώντας δυσωδία στα άλλοτε πανέμορφα και κοσμομύριστα από την άλμη
θαλασσινά νερά της Χλώρακας. Τα απόνερα από τους βιολογικούς ολονυχτίς
διαχέονται και διασκορπίζονται στα γαλανά νερά χωρίς κανείς να τολμά να
υψώσει τόνο διαμαρτυρίας, απλά όλοι σιωπούν, και βάζοντας την ουρά στα σκέλια
απλά αλλάζουν τόπο για τα θαλασσινά τους μπάνια. Πρώτοι οι κάτοικοι
Χλώρακας έφυγαν παραπονεμένοι καθώς τα κορμιά τους γέμισαν πληγές,
δίδοντας έτσι το παράδειγμα και στους ξένους επισκέπτες να τους ακολουθήσουν.
Από τη μια έχοντας το δίκιο τους για να μην γεμίσουν τσούνες ή να αρπάξουν
δερματικές ασθένειας από τη βρώμα και τη μπόχα, αλλά από την άλλη έχοντας το
άδικο τους, αφού με την απόλυτη σιωπή που τους διακρίνει ενθαρρύνουν τους
καταπατητές περισσότερο να τους πατούν στο σβέρκο, και τις προσκυνημένες
κρατικές αρχές να σιωπούν σε μια συνένοχη αμαρτωλή σιγή, διευκολύνοντας
τοιουτοτρόπως αυτούς που όχι μόνο έκλεψαν και κατασπάραξαν τον δύσμοιρο
Κυπριακό λαό, αλλά από πάνω τον περιγελούν και δεν τον λογαριάζουν.
Και
εγώ που γράφω όλα αυτά, με μια μικρή ελπίδα στην καρδιά όταν κοιμάμαι
ονειρεύομαι, μήπως δεήσει ο Θεός και κάποια μέρα ξυπνήσει αυτός ο καημένος λαός
και φωνάξει για το δίκιο του.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ (Δημοσιογράφος)