ΑΚΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ













ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΟΥ ΑΚΡΙΤΕΣ
Ακρίτες αποκαλούνταν οι φύλακες των συνόρων. Αγωνίζονταν ακατάπαυστα εναντίον των εχθρών. Η ζωή τους ήταν κατ’ εξοχήν πολεμική και επικίνδυνη, και αυτό συνετέλεσε στην ανάπτυξη πνεύματος ηρωικού, στο οποίο και οφείλεται η γένεση και ανάπτυξη ποίησης κατ’ εξοχήν ηρωικής.
Τα Κυπριακά δημοτικά Ακριτικα ποίματα δημιουργήθηκαν στα χρόνια των επιδρομών των Σαρακηνών και των Αράβων, με επίκεντρο τους Ακρίτες  που αποστέλλονταν στο νησί για την φύλαξη των συνόρων της Κύπρου.
Από τους Ακρίτες κυρίως ξεχωρίζει ο Διγενής, δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε και τους υπόλοιπους εξυμνούμενους ήρωες Ακρίτες όπως, οι Θεοφύλακτος,  Διαφύλακτος,  Ποσσύρκας, Αλιάντρης,  Ανδρόνικος, Αρμούρης, Βάρδας Φωκάς, Νικηφόρος, Πετροτράχηλος, Πορφύρης, Κωσταντάς, κ.ά.
 Όμως ο Διγενής Ακρίτας ήταν ο πιο αντρειωμένος από όλους τους Ακρίτες που φύλαγαν τα σύνορα του Βυζαντίου και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Σαρακηνών.

Ο Πενταδάκτυλος και η Πέτρα του Διγενή. Μια φορά καταδίωκε εκεί έναν ξακουστό και αντρειωμένο Σαρακηνό, ο οποίος όμως νικημένος από τον Διγενή, αποφάσισε να φύγει από τα μέρη εκείνα. Επιβιβάστηκε σ ένα ένα καΐκι και έπλευσει για την Κύπρο. Ο Διγενής που τον είδε στα μεσοπέλαγα να φεύγει, αποφάσισε να τον καταδιώξει.
Ο Σαρακηνός αποβιβάστηκε στα ακρογιάλια της Κερύνειας και μαθείνοντας ότι ο Διγενής τον κυνηγούσε, προχώρησε κατά την Κυθρέα και τη Μεσαορία με σκοπό να φτάσει στην Αμμόχωστο για να μπει σε άλλο πλοίο και να φύγει για τη Συρία.
Φτανοντας κατοπισών του και αποβιβαζόμενος στα ακρογιάλια τηε Κερύνειας, ο Διγενής
Είδε μπροστά του να ορθώνεται το βουνό του Πενταδάκτυλου και να κρύβει τον Σαρακηνοί. Δοκίμασε να προχωρήσει μα το βουνό ήταν μαλακό σαν το ζυμάρι και δεν μπορούσε να το περάσει περπατητός. Έπιασε τότες με το δεξί του χέρι το κοντάρι του, ακούμπησε με το αριστερό την κορφή του βουνού και σαν πουλί πέταξε πάνω από το βουνό και με ένα πήδημα έφτασε τον Σαρακηνό. Τα πέντε δάχτυλα του χεριού του αποτυπώθηκαν στη μαλακή κορφή του βουνού κι έμειναν από τότε τα σημάδια τους εκεί, για να δώσουν στο βουνό το όνομα Πενταδάκτυλος.

Το νησί του Διγενή. Περνώντας τον Πενταδάκτυλο  ο Διγενής, είδε από μακριά τον Σαρακηνό να προχωρά κατά την Αμμόχωστο.
-Νάτος,
φώναξε και αρπάζοντας μια πελώρια πέτρα τον έριξε με όλη του τη δύναμη στον Σαρακηνό. Όμως κάποιος που ήταν δίπλα του φοβούμενος μήπως σκοτωθούν και άλλοι άνθρωποι, άρπαξε τον Διγενή από το χέρι τη στιγμή που έριχνε την μεγάλη πέτρα. Έτσι η πέτρα δεν βρήκε τον Σαρακηνό, αλλά έπεσε στη θάλασσα κοντά στα ακρογιάλια του κόλπου της Χρυσοχούς στην Πάφο κοντά στην τοποθεσία «δυο ποταμοί» και ονομάζεται νησί του Διγενή.
Ο Σαρακηνός γλίτωσε κι έφυγε στον τόπο του.



Η πέτρα του Διγενή.
Στα παράλια του χωριού της Χλώρακας σώζονται τα απομεινάρια του μεγάλου αυλακιού τού Διγενή που έφερνε το νερό από πολύ μακριά, από την Τάλα, στο παλάτι της Ρήγαινας.Ο Διγενής ήταν ένας θρυλικός υπεράνθρωπος με σωματική δύναμη και ανδρεία, προασπιστής των ακριτικών Ελλήνων.Ο Διγενής Ακρίτας αγάπησε τη Ρήγαινα που ήταν βασίλισσα της Κύπρου και είχε τον πύργο της στα Παλιόκαστρα κοντά στην Χλώρακα. Όταν την είδε ο Διγενής, την αγάπησε και ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Η Ρήγαινα για να τον παντρευτεί του ζήτησε να κτίσει αυτό το μεγάλο αυλάκι, όπως και έγινε. Όμως η Ρήγαινα τον γέλασε και κατόπιν, φοβούμενη την οργή του, μπήκε σε μια βάρκα για να φύγει από την Κύπρο. Ο Διγενής οργισμένος της έριξε μια πέτρα που έπεσε στην Κάτω Πάφο πίσω από το αρχαίο θέατρο στο λοφίσκο του «Φάβρικα», και μένει μέχρι σήμερα εκεί και ονομάζεται “πέτρα του Διγενή”. Κάποιοι λένε ότι πρόκειται για την πέτρα του Ρωμιού.

Η πέτρα του Διγενή και το αδράχτι της Ρήγαινας.
Ή Ρήγαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του. Η Ρήαινα είπεν του,
-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν.  Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον ( λόφον του Κτήματος ) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σή­μερον, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν ούτε τζιείνη.

(Πληροφορίες από το ομώνυμο βιβλίο του Ξενοφώντα Π. Φαρμακίδη)  
«Εις τα ακριτικά άσματα της Κύπρου εξέχουσαν θέσιν εχουσιν, όσα εξυμνούσι την υπεράνθρωπον ανδρείαν του του Διγενή. Εις ουδένα όμως από αυτά αναφέρεται πόθεν έλαβεν την  τόσην ανδρείαν και γενναιότητα και πώς έτυχε να γνωρίσει την ρώμην και αλκήν, την οποίαν είχεν. Περίεργος είναι επίσης ο τρόπος του θανάτου του και πολύ διάφορος απο τον θάνατον τον οποίον διηγείται τό τραγούδι του.
Μια παράδοση από την Κώμην του Γιαλού Καρπασίας την οποίαν υπαγόρευσεν ο Τριαντάφυλλος Γιανή το 1921 στον λαογράφο Ξενοφώντα Φαρμακίδη, αναφέρει:

Μιάν βολάν είσιεν εναν παιΐν τζ' ήταν πολλά φτωχόν τζιαί κκέλικον. Ηταν αρφανόν τζι' από μάναν τζι' από τζιύριν. Λοιπόν το παιΐν επήαιννεν βοηθός όξω με τους βοσκούς τζιαι του ελαλούσαν,
-Λάμνε βρέ πάντα τες κουέλλες που τζιεί,
τούτον που τον επροστάσσαν, εκάμναν του το καθε μέραν. Λοιπόν επαραπονιέτουν πώς τον είχαν δύσκολα οι βοσσιοί του.
Μίαν ημέραν λοιπόν έκατσεν πάνω εις μιάν πέτραν μεάλην τζι' αναστέναζεν εις τον Θεόν. Λοιπόν ύστερα που το αναστέναμαν του, εκατάλαβεν ότι ετάραξεν η πέτρα η μεάλη που τον τόπον της. Λοιπόν που την ώραν τζιείνην εδυνάμωσεν το κορμίν του τζι' εφανίστην του να δοτσιημάσει άν εδυνάμωσεν αλήθκεια το κορμίν του τζι' έπκιασεν μιάν άλλην πέτραν με το σιέριν του, πού είσιεν πάνω κάτω δκιακόσιες οκκάες βάρος τζιαι τόσον ελαφρυά του φάνηκεν αυ­τή η πέτρα, πώς είσιεν διακόσια δρέμια βάρος.
-Λοιπόν,
είπάν του οί βοσσιοί πάλε,
κόψε βρέ τές κουέλλες που τζιεί, βρέ παλιόκκελε.
Τότες ό παλιόκκελος αντιστάθηκεν του βοσκοΰ, τζι' ο βοσκός τότες εθύμωσεν τζι' εμούνταρεν πάνω στόγ κακορίζικον τογ κκέλην με τον σκοπόν να τον δέρει.  Εγύρισεν τότε το σιέριν του ο κκέλης τζι' έδωσεν του εναν πάτσον τζι' εστρέβλιασεν η μουτσούννα του πίσω του τζιαι εξέρναν γαίμαν. Τότες οι άλλοι βοσσιοι άμα είδαν τόν σύντροφον τους πού τον έκαμεν ο κκέλης τέθκιον χάλιν, εβούρισαν τζιαι τούτοι θυμωμένοι να του δείξουν είντα λοής ενι τα παλλικάρκα τζιαι τούς έκαμεν τζιαι τζιείνους σιειρόττερα παρά του πρώτου. Τζι' εκαταλάβασιν πώς ήταν που τον Θεόν η χάρι, που είσιεν ό παλιόκκελος τζιαί τότες εσύραν πίσω.
Ο Κκέλης λοιπόν ααφού εκατάλαβεν τήν δύναμιν του τζιαί την χάριν του, έπκιασεν τζι' έναν αππάριν τζι' εδκίανιτέβκετουν  εις τον  κόσμον τζι' όπου άν ακούσει ότι είσιεν έναν παλλικάριν επήαιννεν νά τό δει. Ηύρεν εναν παλλικάριν που το ελαλούσαν Γιαννήν. Τζι' είσιεν αυτός ο Γιαννής μιαν γυναίκαν που ήταν πολλά όμορφη.
Λοιπόν ο Κκέλης εμούνταρεν πάνω του τζιαι του τήν επήρεν. Εφανίστην του Γιαννή να ποταβριστεί πάνω στον κκέλην.
-Βρέ,
λαλεί του,
-πκοιός είσε εσύ τζι' ήρτες να μου πάρεις τηγ γυναίκαν μου ;
Λαλεί του,
-είμαι ο Διενής ο Κκέλης που ακούεις.
Ο Γιάννης ετσίππωσεν πάνω στον Διενήν γιά να τογ κατακόψει. Εγύρισεν τότες το σιέριν του ο Κκέλης τζιαι σφίγγει του έ­ναν πάτσον του Γιαννή τζιαι τόν εμεσοσκότωσεν.  Ό Γιαν­νής έμεινεν τζιαμέ τζι' έχασκεν τζι' ο Διενής έπκιασεν τηγ γεναίκαν του τζι' έφυεν.

Ο θάνατος του Διγενή.
Ύστερα που πολλήν τσιαιρόν άμα ο Διενής εκατάλαβεν ότι εν' να ξηψυσιήση αρώτησε τήν κάλλην του,
-Εγιώ μέλλω να πεθάνω τζι' όταν πεθάνω, πκοιόν μέλλεις νά πάρης;
-Διενή μου τόγ Γιάννην μου είχα άντραν, τόγ Γιάνννη μου πάλε εν νά πάρω.
-Καλό, γρυσή μου, ελα κοντά μου να ποσιαιρετιστούμεν τζι' όταν πάω εγιώ, όπκοιον θέλεις πάρε.
Επήεν τζι' η κάλλη του να ποσιαιρετιστούσιν, τζι' έβαλεν την μέσ' τ' άγκάλια του, πώς έν' νά φιληθούσιν, τζ' εσφιξέν την τζιαι μαζί εξηψυσιήσαν.
k.tapakoudes@cytanet.com.cy

Η ΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ ΚΑΤΑ ΠΑΦΙΟΥΣ
(Πληροφορίες από το ομώνυμο βιβλίο του Ξενοφώντα Π. Φαρμακίδη)  
«Εις τ' ακριτικά άσματα της Κύπρου έξέχουσαν θέσιν εχουσιν, οσα εξυμνούσι την υπεράνθρωπον ανδρείαν του Κωσταντά και του Διενή. Εις ουδένα όμως από αυτά αναφέ­ρεται πόθεν έλαβον την  τόσην ανδρείαν και γενναιότητα και πώς έτυχε να γνωρίσουν την ρώμην και αλκήν, την οποίαν είχον. Αυτό το αναφέρουν δύο παραδόσεις, τάς οποίας απεθησαύρισα   από  τα δύο άκρα της Κύπρου.  Από την ανατολικήν Καρπασίαν και από την δυτικήν Πάφον. Η μία εξ αυτών προέρχεται από την Κώμην του Γιαλού Καρπασίας την οποίαν μοι υπηγόρευσεν ο αγράμματος κηπουρός Τριαντάφυλλος Γιανή ηλικίας τριάκοντα ετών τήν 28 Απρι­λίου 1921, ή δέ άλλη από τές Αρόδες της Πάφου, από τόν αγράμματον Ττοουλήν Βουαλλήν, τσαγκάρην τό επάγγελμα, ηλικίας τεσσαράκοντα πέντε ετών, τήν 22 Όκτωβρίου 1923. Κατέγραψα δέ όπως μου τάς υπηγόρευσαν και τάς δύο εις τήν Κυπριακήν διάλεκτον».
 
Κατά Παφίους ο Διενής τζι ο Κωσταντάς ήταν αέρκια.  Όταν επααίναν εις το σκολείον ήταν έτσι κατακομμμένοι με κάτι κατακομμένα ρούχα τζι' ελέαν τους τα κοπελλούδκια τα άλλα πώς έν' λυτσαρίδκια τζ' έδερναν τους τζ' εκλαίασιν τα κακορίζικα τζ' επαρακαλούσαν ούλλην την  νύχταν τον Θεό να τους κάμη μίαν ευκολίαν να γλυτώσσουν που τα σιέρκα των άλλων κοπελλουδκιών, να τούς δώση μιάν χάριν.
Που τες πολλές βολές άκουσεν τους ο Θεός τζι' έστειλεν άντζιελον τζι' εκατέην τζι' αρώτησέν τους είν ντα που θέλουν πού τόν Θεόν τζιαί κάμνουν τόσην δέησιν.   Τζ' ετζιείνοι έν ε ζητήσασιν που τον Θεόν μέ ρηάλλια μέ πλούτη, μόνον εζητήσαν πού τόν Θεόν δύναμιν· Επήεν ό Άντζιελος τζ' είπέν του το του Θεού, ότι εν ηζητούσιν τίποτε, μόνον δύναμιν.
Ο Θεός έστειλεν τόν Άντζιελον  τζι' έδωκεν τους δύναμιν. Όταν   τούς  έδωκεν  δύναμιν,   έδωκεν   τους    δύναμιν τζιέν τους εσήκωννεν η γή. Κατόπιν εκλαύτησαν είς τόν Θεόν τζ' εκατέην πάλε ό Άντζιελος τζι' έδωκεν τους δύναμιν, όσον τζι' έσωννεν τους η γή. 
Όταν τούς  έδωσεν τζιείνην τήν δύναμιν, σάν επααίνναν εις το σκολείον, τα κοπελλούδκια ενομίζαν, πώς ήταν τα λυτσ' αρίδκια, τζι' εγυρέβκαν να τα δέρουν. Τά λυτζ' αρίδκια, όπου εντζιήζαν επεθανίσκαν τα άλλα κοπελλούδκια.  Εδιούσαν τους τόν πάτσον τζι' έν έλαλούσαν μανά. Που τότες εβκέησαν όξω. Εφάνην η δύναμίς τους.
Ο Θεός για να δει τηγ καρκιάν τους τούτους, έγοράσαν που έναν άππαρον τζι' εκαταλλιτζιέψαν πού το Χτήμαν νά πάν' στήν Πόλιν. Τα δικανίτζια τους τούτα που έβαστούσαν ήταν νεβκές στον δρόμον που επααίννασιν, γιά να δει τήγ καρκιάν τους εγίνηκεν ενας γέρος.
Άμα έφτασαγ κοντά του,   ο Διενής τζ' ό Κωσταντάς εσιαιαιρετίσαν τόν γέρον. Λαλεί τους
«Πεζάτε,  τζιαί τανείτε μου νά φορτωθώ τό ισακκούϊμ μου».
Ο Διενής εφτασεν τζι' εμπροδκιάστην τζι' έμεινεν ταπισών ό Κωσταντάς. Ό Διενής λσλεϊ του,
«Πέζα βρε τζιαί τάνα του παππού μας νά φορτωθεί τό ισακκούϊν». Εφανίστην του Κωσταντά να μέν πεζέψει, έμπηξεν τό δικανίτζιην να φορτώσει τό ισακκούϊν του γέρου. Στόμ μπήμαν έσπασεν το δικανίτζιην τζι' εθύμωσεν ο Διενής τζι' επέζεψεν, έπκιασεν το δισάτζιην ήν ήτουν, εσήκωσεν το πάνω τζι' εγύρεψεν να το φορτώσει του γέρου. Ο γέρος έν εκϊλισεν τζιαι  λαλεί του :
«"Αησ' τό γιέ μου τσιαι έσιαι την ευτσιή μου τζιαι εσήκωσες τόν ήμισογ  κόσμον»..
Λαλεί του.
Μές τσιέινον το μιτσήν δισάτσιην ο Θεός είσιεν τον ήμισον κόσμον.

Μιάν ημέραν  που άστραφτεν τσιαι εβρόνταν τσιαι πήεννεν να βρέξει, ο Σκλερόπουλος εσκέφτειν να κάμει το παληκάρι, εσκέφτειν να κλέψει την γεναίκαν του Διγενή. Εκαβαλλίτσιεψεν τον μαύρον άππαρον του τσιαι επήεν που τον τσιύρην του να πάρει την ευτσιήν του.
Ο τσιύρης του που ήταν μυαλωμένος, αρκίνησεν να του ορμηνεύκει που το δείλις ώς το πορνόν,
-Μα γιέ μου έν σου δκιώ ευτσιήν αν δεν σε ορμηνέψω.
Γυιούλλη μου, στου Κωσταντά να μεν πάεις, γιατί έν τσι΄ έχω σε παρκάτου.
Ο Κωσταντάς εν άξιος, εν μιάλον παληκάρι
τσιαι το σπαθίν του  παίζει το καλλιόν τσιαι το κοντάριν κάλιον.
Τζιαι πολοάται θυμωμένος ο Σκλερόπουλος τζιαι λαλεί του,
-Ούλλοι παν εις τον τζιύρην τους να πάρουν την ευτσιήν του,
τσιαι γιώ ήρτα στον πετσόγερον να μου παραλαλήσει.
Γεμάτος μαράζιν ο τσιύρης του ξαναλαλεί του,
-Άτε γιέ μου πήεννε κάλο, τσιαι ο Θεός να σε βοηθήσει.
Ο Σκλερόπουλος εβίτσιασεν τον Μαύρον του τσιαι επήεν στην μάναν του να πάρει την ευτσιήν της.
-Μανά,  δος μου την ευτσιήν σου να παω στο Κωσταντά πάλιωμα να του φκάλω.
-Γιούλλη μου, στου Κωσταντά να μεν πάειςς, γιατί έν σ’ έχουμεν παρκάτου.
Ο Κωσταντάς εν άξιος, εν μιάλον παληκάρι
τσιαι το σπαθίν του  παίζει το καλλιόν τσιαι το κοντάριν κάλιον.
Τσιαι πολοάται θυμωμένος ο  νιούλλικος τζιαι λαλεί της,
-Ούλλοι παν στην μάναν τους να πάρουν την ευτσιήν της,
τσιαι γιώ ήρτα στην πατσοΕλεγγούν να μου παραλαλήσει.
-Άτε γιέ μου πήαιννε, τσιαι ο Θεός να σε βοηθήσει,
Είπεν του η μάνα του.
Ξαναβιτσιάζει τον άππαρον του τσιαι πήεν στην αρφήν του τσιαι είπεν της,
-Κόρη αρφή μου, δος μου μιάν ευτσιήν  στου Κωσταντά να πάω,
να φέρω την γεναίκαν του να μας δουλεύκει σκλάβα.
-Αέρφιν μου στου Κωσταντά να μεν πάεις, γιατί έν σ έχουμεν παρκάτου.
Ο Κωσταντάς εν άξιος, εν μιάλον παληκάρι
τσιαι το σπαθίν του  παίζει το καλλιόν τσιαι το κοντάριν κάλιον.
Τζιαι πολοάται ο  νιούλλικος τσιαι λαλεί της,
-Ούλλοι παν στ αέρκια τους να πάρουν την ευτσιήν τους,
τσιαι γιώ ήρτα στην βρωμοαρφήν να μου παραλαλήσει.
-Άτε αέρφιν πήεννε, τσιαι ο Θεός να σε βοηθήσει,
Επολοήχειν του η αρφή του.
Εδωσεν μιαν βιτσιάν του Μαύρου του τσιαι εφκαίειν πανω σ ένα ψηλο βουνο τσιαι άρκεψεν να δοξάζει τον Θεόν.
-Θεέ, τζι' αν είμαι πλάσμα σου, Θεέ τζιαι άκουσέ με,
τζιαι να' βρα τσιαι τον Κωσταντάν έξω που τ' άρματά του,
τζιαι να' βρα το κοντάριν του τρεις δίπλες τσακκισμένον,
τζιαι να' βρα το σπαθάτζιν του τσιαι τσιείνον ναν σπασμένον,
τζιαι να' βρα την γυναίκα του πού την εκλησιάν να εφκαίειν.
Τσιαι ο Θεός άκουσέν του τσιαι ήβρεν τον Κωσταντάν  νάνει μεθυσμένος, τσιαι το κοντάριν του ήταν τρεις δίπλες τσακκισμένον, τζιαι το σπαθίν του ήταν τσιαι τσιείνον σπασμένον, ηύρεν τζιαι τη γεναίκαν του πού εφκαίειν που την εκλησιάν.
Τσιαι που τον είδεν ο Κωσταντάς εκαλωσόρισεν τον,
-καλώς ήρτες, Σκλερόπουλλε να φας να πκιείς μιτά μου,
να φάεις άγρι του λαού, να φας οφτό περτίτζιν,
να πκιείςς γλυκόποτο κρασί που πίννουν φουμισμένοι,
που πίννουσιν οι άρωστοι τζιαι βρέχουνται γειαμμένοι.
Τζιαι πολοήχειν ο νιούλλικος ο Σκλερόπετσος,
-μα εγιώ εν τσι΄ήρτα Κωσταντά να φα, να πκιώ μετά σου,
μόνον ήρτα, Κωσταντά την κάλλη σου να πάρω.
Που τον άκουσεν ο Κωσταντάς αρκώθειν τζι΄εθυμώθειν, αλλά για να τον γελάσει είπεν του,
-έπαρ' μου λλίην πομονήν να μπω να την αλλάξω,
να σου την φέρω όμορφην να πά να την θκιανέψεις.
-Μα εν σου παίρνω πομονήν, γιατ' εν να με γελάσεις,
εν να μπεις έσσω να αρματωθείς, να φκείς να με σκοτώσεις.
Τσιαι πολοήχειν πάλαι ο Κωσταντάς πέρκει τσιαι τον εφτάσει,
-μα τσουλλώκατσε τον μαύρο σου, να την καβαλλιτσιέψεις.
Που άκουσεν  τον Κωσταντάν η λυερή να του λαλεί έτσι, εβαρυφάνηκέν της.
-Θαμμάζουμαι σε Κωσταντά, τα λόγια που λαλείς του,
έν είσ' εσού που ορκίζεσουν, εν είσ' εσού, που λάλες,
πως έν με βκάλλεις ούτε στιγμήν  που τες δικές σ' αγκάλες;
Τσιαι ο Σκλερόπετσος  έσιηψεν τσιαι εκαβαλλίτσιεψέν την,  ενώ ο Κωσταντάς έγυρεν που το μεθύσιν του πάνω στο τραπέζιν.
Άμα εξύπνησεν του μεθυσιού του μαραμμένος τζιαι βαρύκαρτος, παραπονημένος επήεν τζι' αρματώθηκεν.  Εκαβαλλίτσιεψεν τον άππαρον του, εδωκεν του μιαν χαλιναρκάν τσι επκιάσασιν την στράταν. Ο άππαρος έππεσεν του βούρου τσιαι έφκαλεν μιαν σιησιηναρκάν που άμα την άκουσεν ο Σκλερόπουλος, ενόμισεν πως κάπου άστραφτεςν  τσιαι εβρόνταν τσιαι έσιειψεν τσιαι είπεν της Λυερής,
- Κάπου αστράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζι ρίβκει,
κάπου ο Θεός εθέλησεν χώρες να τες χαλάσει. ,
-Ούτε αστράφτει ούτε βροντά, ούτε χαλάζι ρίβκει,
μόνον εν ο Κωστάκης μου τζιαι κάπου πολεμίζει.
-Ο Κωσταντάς σου εν καλός κρασίν μόνον να πίννει.
Όσον τσιαι είπεν έτσι, ευτύς νάσου τον Κωσταντάν  τζιαι εμούνταρεν τον τσιαι έβαλεν τον χαμαί τσιαι σαν τον εκατάκοφκεν με το σπαθίν του, ερώταν την καλήν του,
-Τζιαι πε μου αν σ' ετσίμπησεν κόβκω τα δκυό του σσέρκα
τζιαι πε μου αν σ' εφίλησεν, κόβκω τα δκυό του σσείλη,
τζιαι πε μου αν σ' ενεψεν, βκάλλω το' ναν τ' αμμάτιν.
Τζιαι πολοάτ' η λυερή του Κωσταντά τζαι λέει,
-Θαμμάζουμαί σε Κωσταντά, τα λόγια που μου λέεις.
Με φίλησεν, με τσίμπησεν τζι' ο,τι ήθελεν επήρεν,
μονάχα πάνω στην τιμήν τίποτες εν μου επήρεν.
Τότες ο Κωσταντάς ετσουλλώκατσεν του άππαρον του τσιαι αφού εκαβαλλίτζεψεν την, εξαναμούνταρεν τον Σκλερόπετσο τσιαι άρκεψεν να του φακκά με το σπαθίν του. Εφκαλεν του πρώτα το έναν αμμάτιν, ύστερα έκοψεν  τα θκυό του σιέρκα τσιαι τα θκυό του σιείλη. Τσιαι που τες πολλες φατσιές έκαμεν τον σιήλια κομμάθκια. Άμα ετέλειωσεν εβίτσιασεν τον άππαρον να πάει έσσω του. Σαν εστρέφετουν ηύρεν τον πεθθερόν του τσιαι θυμωμένος ακόμα σαν ήταν είπεν του,
-Κόκσιασε που το στρατίν μου πεθθερέ, τσιαι φύε που ομπρός μου
γιατ' έβρασεν το σιέριν μου τζιαι τρέμει το κορμίν μου,
που έν ηύρεν το σπαθάτζιν μου να φα τζιαι να χορτάσει.
- Αν έβρασεν το σσέριν σου, τζιαι τρέμει το κορμίν σου,
τζιαι αν εν ηύρεν το σπαθάτζιν σου να φα τζιαι να χορτάσει,
έσιει αρκόσσυλλες πολλές τζιαι κόψε να χορτάσει.
Νευριασμένος σαν ήτουν ο Κωσταντάς, έδωκε του μιάν πάς την κκελλέν τσιαι έκαμεν την θκυό κομμάθκια. Η Λυερή, σαν είεν τούν το πράμαν, επολοήθην τσιαί ειπεν του,
-Θαμμάζουμαί σε, Κωσταντά, ως τζιαι τον πεθθερό σου;
Τσιαι ο Κωσταντάς ακόμα περίτου θυμωμένος επολοήθην της,
- Σιώπα σου που δαχαμαί μέν πάει τζιαι τζι' η δική σου».

Έρευνα – μελέτη, Κυριάκος Ταπακούδης

Το έπος του Αρμούρη, είναι το αρχαιότερο Ακριτικό τραγούδι. Ως ολοκληρωμένο έργο χωρίς παραλειπόμενα, συναντάται μόνο στην Κύπρο και την Κάρπαθο σε προφορική παραλλαγή, ενώ αλλού απαντάται με περικοπές στίχων του οι οποίες θεωρήθηκαν ως ανήθικες και σκανδαλώδεις επί του προσώπου του νεαρού ήρωα.
Είναι ένα δημοτικό τραγούδι των βυζαντινών χρόνων του 11ου  αιώνα από τα παλαιότερα που σώζονται και αναφέρεται στους αγώνες του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων από τον 7ο μέχρι το12ο αιώνα και περιγράφει τις περιπέτειες του νεαρού Ακρίτα Αρμουρη.
Το έργο αφηγείται τα κατορθώματα του νεαρού δωδεκάχρονου  πολεμιστή του Αρέστη Αρμούρη ή Αρμούρη Αρμουρόπουλου (δηλαδή ήταν γιος του Αρμούρη) που αφού πρώτα δοκίμασε τη δύναμή του λυγίζοντας το κοντάρι του πατέρα του, καβαλίκεψε το μαύρο του και πήγε και πολέμησε με ανδρεία για να γλυτώσει τον πατέρα του που πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Σαρακηνούς. Στην προσπάθεια του αυτή, πέρασε τον Ευφράτη με τη βοήθεια ενός αγγέλου, όπου εκεί πολέμησε τους Σαρακηνούς Άραβες, για μια ολόκληρη νύκτα και μια ημέρα. Αν και τους νίκησε, έχασε το άλογο του όταν έπεσε σε ενέδρα. Αμέσως εξαπέλυσε ανελέητο κυνηγητό για να εντοπίσει τον Σαρακίνο που του έκλεψε το άλογο. Το κυνηγητό αυτό τον οδήγησε στη Συρία στην αυλή του Αμιρά του Σαρακηνού άρχοντα, όπου εκεί ευρισκόταν αιχμάλωτος ο Αρμούρης ο πατέρας του Αρμουρη Ακρίτα. Εκεί επίσης προηγουμένως είχε καταλήξει το κλεμμένο άλογο που το οδήγησε ο Σαρακίνος, και το οποίον μόλις αντίκρισε ο πατέρας Αρμουρης, πίστεψε ότι ο γιος του σκοτώθηκε. Όμως ο άρχοντας Αμιράς που διακρινόταν για τον ιπποτισμό του τον καθησύχασε ότι είναι ζωντανός, και διέταξε το Σαρακίνο που είχε στήσει την ενέδρα στον Αρέστη, και είχε χάσει το χέρι του κατά τη συμπλοκή, ο οποίος και μαρτύρησε ότι ο Αρέστης Αρμούρης ήταν ακόμη εν ζωή.

Τσιαι συγκροτά τον πόλεμον καλά τσι ανδρειωμένα.
τες άκρες άκρες έκοφκεν τσιαι η μέση εδαπανάτον.
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυκύν, μα την γλυκέαν του μάναν,
όλη μέρα τους έκοφκεν την άνω ποταμίαν
τσι ούλλη νύκτα τους έκοφκεν την κάτω ποταμίαν.
Έθεσεν τσιαι αποθέσεν τους, κανέναν εν αφήκεν.
Ξεπέζεψεν ο νιώττερος να τον βαρήση ο αέρας
τσιαι έναν σιυλίν Σαρακηνός, σιυλίν μαγαρισμένον,
εγκρύμματα τον έβαλεν τσιαι πήρε του τον μαύρον,
επήρεν του τον μαύρον του, επήρεν τον ραβδίν του.
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυτσιύν, μα την γλυτσιαν του μάναν,
σαράντα μίλια τον εδίωχνε πεζός με το λουρίκιν
τσιαι άλλα σαράντα τέσσαρα πεζός με τα γονάθκια.
Τσιεικάτω τον κατέφτασεν εις της Συρίας την Πόρταν,
τσιαι φκάλλει το σπαθάτσιην του τσιαι παίρνει του το σιέριν.

Παράλληλα, ο Αρέστης συνεχίζει να πολεμάει με πείσμα τους Σαρακηνούς απαιτώντας να απελευθερωθεί ο πατέρας του και απειλώντας να συνεχίσει τις επιδρομές σε όλη τη Συρία. Ο Αμιράς βρισκόμενος σε δύσκολη θέση, τελικά απελευθερώνει τον Αρμούρη και του προσφέρει την κόρη του σε γάμο.
Στην προφορική παραλλαγή που καταγράφτηκε στην Κύπρο, ο απελευθερωμένος πατέρας αμφιβάλλει για την πατρότητα του παιδιού του, ώσπου να αποδειχτεί μόνο αφού ο νεαρός κατατροπώνει άλλη μια τεράστια στρατιά αποδείχνοντας την δύναμή του, άρα και την καταγωγή του. 
Στην γραπτή παραλλαγή οι στίχοι που αναφέρονται σ αυτά τα γεγονότα υποκρύπτονται γιατι θεωρούνται ως σκανδαλώδη για τον ηρωικό Αρέστη Αρμούρη, αλλά στην προφορική παραλλαγή της Κύπρου, ο αιχμάλωτος πατέρας αποκαλεί το παιδί του, "τῆς σκύλας τὸν υἱόν, τῆς ἀνομίας τὸ τέκνον": 

«Ειπὲ της σιύλλας τον υιόν, της ανομίας το τέκνον,
όπου εύρει Σαρατσιηνὸν να τον ελεημονάται,
μή λάχει εις τα σιέρκα τους τσιαι ελεημοσύν έν έσιει».
τσιαιτότε πάλε το παιὶν ωραίον χαρτίτζιν γράφει,
με το πουλὶν το έστειλεν, το ωραίον σιελιόνιν:

«Ειπέτε του αφέντη μου τσιαι του γλυτσιού τσιυρού μου,
έως πού βλέπω τα σπίτια μου διπλομανταλωμένα,
έως πού βλέπω την μάναν μου στα μαύρα φορεμένην,
τσιαι αμπλέπω τσιαι τα αέρκια μου τα μαυροφορεμένα,
όπου τσι αν εύρω Σαρατσιηνὸν το γέμαν του να πίννω.
Τσι αν με παραμανιώσουσιν, εις τη Συρκάν να ππέσω,
τα στενορύμια της Συρκάς τσιεφαλάες να γεμώσω,
τα ξηρορυάτσια της Συρκάς γέμαν να γεμώσω».

www.chlorakasefimerida.com



Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΡΗΓΑ, της Μαρούλλας Πανάγου
Τ' ομορφο το Ριγόπουλο πρώτο κι ανδρειωμένο
που ' ν τρόμος στους Σαρακηνούς και πάντ' αρματωμένο.
Του Ρήγα είν υπασπιστής και πρώτο στο λιθάρι
Πανέμορφο κι ατρόμητο και με μεγάλη χάρη
Είν 'άφοβος για εκατό δεν τρέμει για διακόσιους
Σαν σίφουνας τους πολεμά ακόμα κι άλλους τόσους
Μα στην πολλή του αντρειά ξερμάτωτ' η καρδιά του
Ο έρωτας την πλήγωσε και πιά δεν είν' δικιά του.
Στην βρύση με τον μαύρο του κατέβει μεσημέρι
κι εκεί την πρωτ' αντίκρυσε πού ' λαμπε σαν αστέρι
Περήφανη κορμοστασιά τα μάγουλα σταράτα
Τα μάτια ολοπράσινα και γλύκα ήταν γεμάτα
-Ώρα καλή πεντάμορφη ,ώρα καλή σου γειά σου
Αλήθεια ' σαι ή όνειρο ;πιό είναι τ' όνομά σου;
Η νέα τον ξανακοιτά με ντροπαλά τα μάτια
και με τα ίσια λόγια της τ 'απάντησε σταράτα.
-Πλούσιος είσαι ξένε μου το μαρτυρά η θωριά σου
Το όνομά μου μην ρωτάς και τράβα στην δουλειά σου.
Του λέει και γοργά γοργά φεύγει σαν ελαφίνα
μα τώρα το Ρηγόπουλο σκλάβος στα μάτια εκείνα.
Και μες ' στην φλόγα του έρωτα ξεχνά πως Ρηγοπούλα
μόνο, μπορεί να παντρευτεί κι όχι με φτωχοπούλα.
Την ακολουθεί από μακριά , την βλέπει πού πηγαίνει
Το όνομά της ,μυστικά ρωτάει και μαθαίνει.
-Δάφνη την λένε ξένε μου ,μα κάθε παλικάρι .
Όπως εσύ καρδιοχτυπά για την δική της χάρη.
Όμως εκείνη δεν θέλει για ταίρι της κανένα
μοιάζει με κόρη Βασιλιά αν με ρωτάς κι εμένα.
Ρηγόπουλο στα λόγι ' αυτά θυμάται την σειρά του
Γιατί να' ναι κοινή θνητή αυτή πουν στην καρδιά του ;
Γυρίζει με βαριά καρδιά ,πίσω στον Ρήγα πάει
Με λύσσα τους Σαρακηνούς ,διπλά τους πολεμάει.
Ελπίζει πώς στον πόλεμο θε να την εξεχάσει
μα την θυμάται πιο πολύ και πως να ησυχάσει
Τί έχεις βρε Ρηγόπουλο κι είσαι φουρτουνιασμένο
που είναι το χαμόγελο κι όλο μαραζωμένο;
Μήπως τα άσπρα σου έχασες; μήπως τα ζωντανά σου;
Η μήπως έλαχε κακό ,στα πατρογονικά σου
Ούτε τα άσπρα μου έχασα ούτε τα ζωντανά μου
και ούτε έλαχε κακό στα πατρογονικά μου
Ρήγα! Μια κόρη αγαπώ μα είναι φτωχοπούλα .
Πως στους δικούς μου να το πω που πρέπει Ρηγοπούλα ;
Για να ταιριάζει στην σειρά όπως και την δική μου ,
Μα στα Ρηγάτα δεν μπήκε καμιά μες στην ψυχή μου.
Και Ρηγοπούλα δεν είδα να' χει την ομορφιά της
Τα μάτια της τα πράσινα και την κορμοστασιά της.
Σαν Αφροδίτη δεύτερη και κείνα της τα μάτια ,
Δεν μετριούνται Ρήγα μου με θρόνους και παλάτια.
Ο Ρήγας εις τα λόγια αυτά συννέφιασ' η θωριά του .
Ο πόνος αναστήθηκε πού 'καιγε στην καρδιά του .
Και κοίταξε τον ουρανό ψηλά κι αναστενάζει
Το αχ το βαχ του το βαθύ που την καρδιά του σφάζει.

Ρηγόπουλο άκουσε κι εμέ που τά 'χω πάθει πρώτα
Την λογική σου μην ρωτάς μόν' την καρδιά σου ρώτα.
Καλύτερα κοινή θνητή και να' σαι ευτυχισμένος
παρά να ' ναι βασίλισσα και συ δυστυχισμένος.
Την Ρήγαινα παντρεύτηκα που θελαν οι γονείς μου
Μα δεν κατάφερε ποτέ να μπει μέσ ' την ψυχή μου.
Χωρίς λύπη εγώ μίσευα , χωρίς χαρά γυρνούσα
Ούτ' ευτυχής ή δυστυχής κι αδιάφορα περνούσα.

Κι ήταν δεκαπενταύγουστος κι από χωριό περνάμε
εγώ, μαζί κι οι άνδρες μου και κει πέρα κοιτάμε .
Πανήγυρις γινότανε κι οι νέοι είχαν αρχίσει ,
για να συναγωνίζονται το ποιος θε να νικήσει.
Μας προσκαλέσανε κοντά και κει σ' αυτό το μέρος,
Εγώ ο Ρήγας νικητής ,πάλη σπαθί και βέλος.
Ενα στεφάνι δάφνινο ήτανε το βραβείο
Όταν μου το προσφέρανε μαζί και τ'άλλα δύο ,
πάω μπροστά στις κοπελιές που χαμηλοκοιτούσαν
κρυφομιλούσανε για μας και μας χαμογελούσαν .
Και σαν μπροστά τους έφτασα καμιά δεν με κοιτάζει
μα μια που ' ταν πεντάμορφη καθόλου δεν διστάζει ....
Ήτανε η Αροδαφνού η πρώτη μου αγάπη
Κι Αχ! Την συνάντησα αργά και όχι σε παλάτι.
Στα μάτια με ατένισε με τόλμη και με χάρη ,
κι έμοιαζε ήλιος λαμπερός κι έμοιαζε με φεγγάρι.
Αμέσως εσκλαβώθηκα και μες στα δυό της μάτια ,
τα πάντα αλησμόνησα Ρήγαινα και παλάτια.
Με χέρια εγώ τρεμάμενα απ ' την συγκίνησή μου
τις δάφνες της εχάρησα μαζί με την ψυχή μου.
Μέσ ' την καρδιά μου φούντωσε πρωτόγνωρο το πάθος
αγριωπός ο έρωτας κι ας ήξερα ήταν λάθος.
Πάλεψα με την λογική μα νίκησε η καρδιά μου
τέσσερα χρόνια μυστικά ήταν στην αγκαλιά μου.
Κι ήρθε μια μέρα άχαρη πρέπει να την αφήσω ,
έπρεπε τους Σαρακηνούς ξανά να πολεμήσω.
Επήρα την σφραγίδα μου από το δακτυλίδι
σε μενταγιόν της το 'φτιαξα να το 'χει για στολίδι
Να το 'χει για ενθύμιο στον αποχωρισμό μας
που να 'ξερα παντοτινός θα' ταν χωρισμός μας.
Ένας χρόνος επέρασε και είχαμε νικήσει
και για να το γιορτάσουμε το γλέντι είχαμε στήσει
Την ώρα που με κέρναγαν άκουσα την φωνή της
Λες και βρισκόταν άυλη δίπλα μου η μορφή της
Στο χέρι το ποτήρι μου έγινε δυό κομμάτια.
Κάτι κακό συνέβηκε στ' αγαπητά μου μάτια.
Πριν να με δουν οι σύντροφοι φτερά στον μαύρο βάζω
Σαν αστραπή, σαν άνεμος άρχισα να καλπάζω.
Σαν έφτασα στο σπίτι της το βρήκα κλειδωμένο
Ψυχή δεν ήτανε εκεί κι έμοιαζε ερειπωμένο.
Άρχισα γύρω να ρωτώ με την ψυχή στο στόμα .
-Η Ρήγαινα την άρπαξε προχθές αργά το γιόμα.
Μ ' απάντησαν οι γείτονες κι ο φόβος με πλακώνει ,
Αλίμονο απ' τα χέρια της , τίποτα δεν την σώνει !
Γοργά στο κάστρο έφτασα .Θεέ μου μην αργήσω
Όμως μονάχα πρόλαβα τα μάτια να της κλείσω.
Τα τελευταία λόγια της παίρνω παντού μαζί μου
Ρήγα για πάντα σ 'αγαπώ ,χαλάλι σου η ζωή μου.
Ολόκληρο το σόι της ήθελα ξεκληρίσω ,
Της άχαρης της Ρήγαινας για να την τιμωρήσω.
Μα ποιο θα ήταν τ' όφελος ,εχάθηκε η χαρά μου ....
Γι αυτό άκουσε Ρηγόπουλο τα λόγια τα δικά μου.
Έχεις τον δρόμο λεύτερο κι ελεύθερη η καρδιά σου
κοίτα την ευτυχία σου κι άσε τα γονικά σου.
Κι αν χάσεις το βασίλειο Βασίλισσά σου εκείνη ,
Παλάτι θαν ' η αγκάλη της ,μέσα της σαν σε κλείνει.
Ρηγόπουλο στα λόγια αυτά ξαλάφρωσ' η καρδιά του
Σαν αετός επέταξε για να βρεί την χαρά του.
Τώρα που ξέρει τι ζητά πρέπει να την κερδίσει
κι όπως αυτός την αγαπά ,για να τον αγαπήσει.
Έφθασε εις στο σπίτι της, και μ'όνειρο μεγάλο
να την κερδίσει μοναχά δεν θέλει τίποτ 'αλλο
έφθασε εις στο σπίτι της και κόσμο μαζεμένος
κι ακούει την αρραβώνιαζαν αχ Τι δυστυχισμένος .

Κι ότι ο παππούς της ήθελε τώρα για να την δώσει,
τον πλούσιο γιό του Πετρωνά να την εστεφανώσει.
Όμως εκείνη ατίθαση με τ' άλογο το σκάει
πριν την αρραβωνιάσουνε σαν το πουλί πετάει.
Ο Πετρωνάς δεν την μπορεί τόσο ντροπή μεγάλη
Πρώτη φορά τους πλούσιους φτωχούλα να προσβάλει.
Σου το ' πα δεν εταίριαζε να μπει μες την γενιά μας
Έπρεπε απ ' τον κύκλο μας να βρεις πουν της σειράς μας.
Λέει με περισσό θυμό κι ο γιός την κεφαλή του
σκύβει χωρίς να αντιδρά με θέληση δική του.
Μπράβο !κόρη περήφανη ,αυτός δεν είν για σένα .
Αυτός είν 'βουτυρόπαιδο ,μα εσύ,κάνεις για μένα...
Σκέπτεται το Ρηγόπουλο και τον παππού ρωτάει
Για πού μπορεί να τράβηξε και κατά πού θα πάει.
Νομίζω κατά τον Βορρά και πως τρέμει η ψυχή μου
Άσχημο συναπάντημα μην έχει η εγγονή μου.
Γιατί αν της τύχει τίποτα θαν ' κρίμα στο λαιμό μου ,
που η Ρηγοπούλα νόμισα θα κάνει το δικό μου.,
Λέει ο γέρος με καημό κι ο πόνος τον εσφάζει .
Κι αμέσως το Ρηγόπουλο για τον βορρά καλπάζει.
Ψάχνει στους δρόμους που περνά ενώ με το μυαλό του ,
Ρωτά τι ήθελε να πει ,ο γέρος στον καημό του.
Πως Ρηγοπούλα την καλεί την εγγονή του τώρα
Σίγουρα φταίει η ταραχή που χε κείνη την ώρα.
Ρηγόπουλο ψάχνει παντού μέσ σε βουνά και δάση
κι απ' όπου είναι δυνατό εκείνη να περάσει.
Μα δεν την βρίσκει πουθενά και τώρα απελπισμένο
σε μονοπάτι απόμερο ,κάθισε κουρασμένο.
Εκλείσανε τα μάτια του πριν να το εννογάει
κι άξαφνα μες τον ύπνο του ο μαύρος τον κλωτσάει .
Πετάγεται και καλπασμό ακούει να ζυγώνει
Είν καβαλάρης μοναχός όπου γοργά σιμώνει .
Ξωπίσω του Σαρακηνοί δείχνει τον κυνηγάνε
κι όλο κερδίζουν έδαφος κοντεύουν να τον φάνε.
Πετάγεται , Ρηγόπουλο βοήθεια να προσφέρει
Γρήγορα τους διασκορπά με το σπαθί στο χέρι
Πάει κοντά στον άγνωστο μα...πως μπορεί μπροστά του.
Τα πράσινα τα μάτια της αντίκρυ στα δικά του.
Στέκει !κοιτάζει σαν χαζός μπροστά του την μορφή της
ώσπου από την νάρκη του τον βγάζει η φωνή της.

Ξένε σε έστειλε ο Θεός σαν άγγελο μπροστά μου
Χίλιες φορές σ'ευχαριστώ μέσ ' από την καρδιά μου.
Του λέει και σαν τον κοιτά θυμάται την ματιά του ,
τότε στην βρύση του χωριού τα λόγια τα δικά του.
Όπου συχνά ερχόντουσαν μέσα στην θύμησή της
και την μορφή που τρύπωσε κρυφά μες την ψυχή της.
Ρηγόπουλο στα μάτια της βλέπει πως τον γνωρίζει
Εσύ είσαι ο άγγελος καρδιά μου που μ 'ορίζει
Κι αν ξένο με ακολουθείς δικιά σου είν η καρδιά μου
τώρα εννιά μερόνυχτα που σ' έψαχνα γλυκιά μου.
Κι εννιά μήνες όπου έγινες ,ένα με την ζωή μου
πέσμου κι εσύ πως μ' αγαπάς και πάρε την ψυχή μου.
Ξένε ,δεν βλέπω πως μπορεί κοινή νάν ' η ζωή μας
Εσύ άρχοντας κι εγώ φτωχιά κι ας το θελε η ψυχή μας
Δάφνη όλα τα ζύγισα .Για μένα σημασία
πιο πολύ η αγάπη σου παρά η περιουσία
Δέξου να μ,αρραβωνιαστείς και να γενείς δικιά μου
και πάντοτε βασίλισσα θα σ' έχω στην καρδιά μου.
Τότε το χέρι τού δωσε μαζί με την καρδιά της
και η αγάπη φώτισε την πράσινη ματιά της.
Τώρα θα πάμε αγάπη μου ,τον Ρήγα για να βρούμε
Σαν δεύτερος πατέρας μου και πρώτου θα το πούμε.
Γοργά τον δρόμο πήρανε κι ο Ρήγας την ματιά του
σαν την στυλώνει απάνω της τον έπιασε η καρδιά του .
Αυτή είναι η Αροδαφνού στα μάτια του παρέκει
Όμορφη κι ολοζώντανη και που μπροστά του στέκει.
Τρέμει η φωνή του σαν ρωτά Ποια είναι η γενιά της ;
Πόθεν κρατάει η σκούφια της και ποια τα γονικά της
-Την μάνα μου δεν γνώρισα ,την είχανε σκοτώσει
μα πριν πεθάνει ο κύρης μου αυτό ! Της είχε δώσει .....
Λέει κι από το στήθος της βγάζει το μενταγιόν της
που το φορούσε πάντοτε επάνω στο λαιμό της.
Ο Ρήγας εισ τα χέρια της το μενταγιόν σαν βλέπει
νόμισε πως τον πλάκωσε του ουρανού η σκέπη.
Σκύβει με πόνο το φιλεί και στην καρδιά το βάζει
κι εκεί με πατρική στοργή ,την Δάφνη αγκαλιάζει.
Εγώ εις την μητέρα σου παιδί μου ,το 'χα δώσει
Μα απ' την δική σου ύπαρξη ποτέ δεν είχα γνώση
Ήτανε όμως του Θεού για να σε βρώ παιδί μου
και γρήγορα στους γάμους σου μαζί με την ευχή μου.
ΤΈΛΟΣ.