Σήμερα ημέρα Δευτέρα. Έλπιζα πώς θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από την χθεσινή. Εχτές ήταν μια Κυριακή όπως όλες οι αργίες, μια σχόλη που μου έσπαγε τα νεύρα καθώς τα καταστήματα όλα κλειστά, οι δρόμοι άδειοι και ο κόσμος φευγάτος ή εσώκλειστος δόξαζε το θεό, και εγώ μοναχός δεν είχα τι να κάμω.
Κάθισα στον υπολογιστή μου λοιπόν, και άρχισα να γράφω. Ασχολήθηκα με ένα μυθιστόρημα περί θανάτου που άρχισα παλιά αλλά το είχα σταματήσε. Το ξεκίνησα και πάλιν λοιπόν, καθώς στο φατσοβιβλίο διάβασα την ανάρτηση μιας ετοιμοθάνατης φίλης από μακριά, της Κατερίνας, που έχοντας καρκίνο και που το τέλος της πλησίαζε, αντίκριζε τον επερχόμενο θάνατο της με γενναιότητα και καρτερία. Μια γυναίκα πολύ μορφωμένη και έξυπνη, -μια συγγραφέας που που διάβασα πέντε από τα βιβλία της-, λίγο πριν το θάνατο συνέχιζε να γράφει. Με ένα γενναίο τρόπο χωρίς να προκαλεί λύπηση, παρά μόνο ανυπέρβλητο θαυμασμό. Ήθελα να της γράψω λίγα λόγια παρηγοριάς και συμπάθειας, αλλά σκέφτηκα πως δεν θα το ήθελε, πως ίσως έγραφε μόνο για να φανερώσει τις σκέψεις της λίγο πριν το θάνατο της, θέλοντας έτσι οι άνθρωποι να εννοήσουν και να δεχτούν το θάνατο ο οποίος είναι αναπόφευκτος στον καθένα μας, και να μην τον φοβόμαστε.
Και εγώ φιλοσοφώντας, σκέφτομαι πώς έτσι θέλω να αντικρύσω κάποια μέρα τον δικό μου θάνατο όταν θα έρθει η ώρα, αλλά πιστεύω πως δεν θα έχω τόσο κουράγιο όπως την θαυμαστή μου διαδιχτιακή Φίλη την Κατερίνα Θεοφίλη.