ΜΙΚΡΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, Δευτέρα 22/8/2014:

Σήμερα ημέρα Δευτέρα. Έλπιζα πώς θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από την χθεσινή. Εχτές ήταν μια Κυριακή όπως όλες οι αργίες, μια σχόλη που μου έσπαγε τα νεύρα καθώς τα καταστήματα όλα κλειστά, οι δρόμοι άδειοι και ο κόσμος φευγάτος ή εσώκλειστος δόξαζε το θεό, και εγώ μοναχός δεν είχα τι να κάμω.
Κάθισα στον υπολογιστή μου λοιπόν, και άρχισα να γράφω. Ασχολήθηκα με ένα μυθιστόρημα περί θανάτου που άρχισα παλιά αλλά το είχα σταματήσε. Το ξεκίνησα και πάλιν λοιπόν, καθώς στο φατσοβιβλίο διάβασα την ανάρτηση μιας ετοιμοθάνατης φίλης από μακριά, της Κατερίνας, που έχοντας καρκίνο και που το τέλος της πλησίαζε, αντίκριζε τον επερχόμενο θάνατο της με γενναιότητα και καρτερία. Μια γυναίκα πολύ μορφωμένη και έξυπνη, -μια συγγραφέας που που διάβασα πέντε από τα βιβλία της-, λίγο πριν το θάνατο συνέχιζε να γράφει. Με ένα γενναίο τρόπο χωρίς να προκαλεί λύπηση, παρά μόνο ανυπέρβλητο θαυμασμό. Ήθελα να της γράψω λίγα λόγια παρηγοριάς και συμπάθειας, αλλά σκέφτηκα πως δεν θα το ήθελε, πως ίσως έγραφε μόνο για να φανερώσει τις σκέψεις της λίγο πριν το θάνατο της, θέλοντας έτσι οι άνθρωποι να εννοήσουν και να δεχτούν το θάνατο ο οποίος είναι αναπόφευκτος στον καθένα μας, και να μην τον φοβόμαστε.
Και εγώ φιλοσοφώντας, σκέφτομαι πώς έτσι θέλω να αντικρύσω κάποια μέρα τον δικό μου θάνατο όταν θα έρθει η ώρα, αλλά πιστεύω πως δεν θα έχω τόσο κουράγιο όπως την θαυμαστή μου διαδιχτιακή Φίλη την Κατερίνα Θεοφίλη.

ΑΡΘΡΑ, ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

ΜΙΚΡΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, Δευτέρα 22/8/2014: 
Σήμερα ημέρα Δευτέρα. Έλπιζα πώς θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από την χθεσινή. Εχτές ήταν μια Κυριακή όπως όλες οι αργίες, μια σχόλη που μου έσπαγε τα νεύρα καθώς τα καταστήματα όλα κλειστά, οι δρόμοι άδειοι και ο κόσμος φευγάτος ή εσώκλειστος δόξαζε το θεό, και εγώ μοναχός δεν είχα τι να κάμω.
Κάθισα στον υπολογιστή μου λοιπόν, και άρχισα να γράφω. Ασχολήθηκα με ένα μυθιστόρημα περί θανάτου που άρχισα παλιά αλλά το είχα σταματήσε. Το ξεκίνησα και πάλιν λοιπόν, καθώς στο φατσοβιβλίο διάβασα την ανάρτηση μιας ετοιμοθάνατης φίλης από μακριά, της Κατερίνας, που έχοντας καρκίνο και που το τέλος της πλησίαζε, αντίκριζε τον επερχόμενο θάνατο της με γενναιότητα και καρτερία. Μια γυναίκα πολύ μορφωμένη και έξυπνη, -μια συγγραφέας που που διάβασα πέντε από τα βιβλία της-, λίγο πριν το θάνατο συνέχιζε να γράφει. Με ένα γενναίο τρόπο χωρίς να προκαλεί λύπηση, παρά μόνο ανυπέρβλητο θαυμασμό. Ήθελα να της γράψω λίγα λόγια παρηγοριάς και συμπάθειας, αλλά σκέφτηκα πως δεν θα το ήθελε, πως ίσως έγραφε μόνο για να φανερώσει τις σκέψεις της λίγο πριν το θάνατο της, θέλοντας έτσι οι άνθρωποι να εννοήσουν και να δεχτούν το θάνατο ο οποίος είναι αναπόφευκτος στον καθένα μας, και να μην τον φοβόμαστε.
Και εγώ φιλοσοφώντας, σκέφτομαι πώς έτσι θέλω να αντικρύσω κάποια μέρα τον δικό μου θάνατο όταν θα έρθει η ώρα, αλλά πιστεύω πως δεν θα έχω τόσο κουράγιο όπως την θαυμαστή μου διαδιχτιακή Φίλη την Κατερίνα Θεοφίλη.

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΣ ΡΟΓΧΟΣ, ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Για το θάνατο ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει διαφορετικό συνδυασμό συναισθημάτων και ο ψυχικός πόνος είναι τόσο μεγάλος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση θανάτου που βιώνειι.
Όμως όταν κάποιος παρακολουθήσει και ζήσει την διάρκεια θανάτου και τον επιθανάτιο ρόγχο δικού του αγαπημένου προσώπου, βιώνει ένα από τα χειρότερα καταθλιπτικά συναισθήματα καθώς η διαδικασία της μετάβασης του μεταστάντος είναι πολύ μαρτυρική τα’οσο, που επηρεάζει τον μάρτυρα εφ όρου ζωής.
Εγώ λοιπόν ως μάρτυρας παρόμοιου θανάτου αφού πέρασαν αρκετά χρόνια ώστε με περισσότερη αντικειμενικότητα να μπορώ να περιγράψω τον επιθανάτιο ρόγχο, γράφω τα εξής:

Όταν ο οργανισμός του ασθενούς εξασθενεί και δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους σώματος, ο εγκέφαλος με το σώμα παύουν να συνεννοούνται, οπότε ο ετοιμοθάνατος χάνει την ικανότητα της κατάποσης και το σάλιο συσσωρεύεται χωρίς να καταπίνεται, με αποτέλεσμα να εισέρχεται στις αναπνευστικές οδούς, ή και να εμποδίζεται την αναπνοή.
Αυτός ο υγρός θόρυβος που συμβαίνει κατά αυτήν τη διάρκεια της αναπνοής, ονομάζεται επιθανάτιος ρόγχος.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι ο ήχος της Αναπνοής του ετοιμοθάνατου, το γουργούρισμα το οποίον προέρχεται από την προσπάθεια των πνευμόνων να αναπνεύσουν αέρα, ο οποίος όμως εμποδίζεται καθώς η γλώσσα δυσλειτουργεί και δεν εμποδίζει το σάλιο να εισέρχεται στο αναπνευστικό σύστημα.
Όταν ξεκινά αυτός ο ρόγχος έως την τελική κατάληξη, ο χρόνος διάρκειας είναι πέραν των δύο τρίτων της ημέρας.
Λίγο πρίν το θάνατο η γλώσσα δυσλειτουργεί ακόμη περισσότερο, ώστε μια περιφράσσει την αναπνοή, και μια επιτρέπει το σάλιο να εισέρχεται στους πνεύμονες.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των πνευμόνων να εισπνεύσουν αέρα διά μέσου του σάλιου, ένα μαρτύριο του ετοιμοθάνατου καθώς πνίγεται στην προσπάθεια του να αναπνεύσει.
Με απλά λόγια, ο επιθανάτιος ρόγχος είναι το αποτέλεσμα της εισροής σάλιου στους πνεύμονες καθώς η γλώσσα δεν μπορεί να ανταποκριθεί ένεκα της τελικής οργανικής κατάπτωσης του ασθενούς.
Στην τελική ασυνείδητη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, συνήθως βλέπουμε τον ασθενή ενώ νομίζουμε ότι έχει καταλήξει, να επανέρχεται σε μια υπέρτατη προσπάθεια να αναπνεύσει αέρα. Αυτό μπορεί μερικές φορές να διαρκέσει αρκετή ώρα. Είναι οι στιγμές που οι παρόντες οικείοι του ετοιμοθάνατου μαρτυρούν τις ανατριχιαστικές απέλπιδες προσπάθειες του ετοιμοθάνατου μέχρι της καταλήξεως, εμπειρίες πολύ θλιβερές που αποτυπώνονται δια παντός στη μνήμη και τους στοιχειώνει ε όρου ζωής.

«Ο θάνατος ουδέν προς ημάς»
Όταν ο φόβος μας προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.
Η μεγαλύτερη φοβία μας είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα τους.
Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί.
Ίσως αυτός ο φόβος να είναι έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.

Είναι ένας φόβος που δεν θα έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.
Περισσότερο όμως εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς να τους σκιάζει πλέον φόβος.

Θυμάμαι στο χωριό μου μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.
Θυμάμαι το νεκρικό ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.
Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.
Θυμάμαι τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε και έθλιβε όλους μας.
Θυμάμαι τις κακές και πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.
Η ίδια η ζωή όμως  δεν αφήνει κανένα μας να τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει το δικό μας τέλος.

Θυμάμαι μια φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο. Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω όσα στερήθηκα για ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα περνούσαμε καλά.
Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να φύγω μακριά.
Μέσα στην κάμαρη ο πεθαμενατζής συνέχιζε το έργο του χωρίς άλλη έγνοια, ενώ ο φίλος μου μου εξήγησε πως νοίκιασε το διαμέρισμα καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και το άσχημο θέαμα στο γραφείο κηδειών με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.
Τα επιχειρήματα του ήταν σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.
Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους.

ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΝΕΟΥΣ, ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ
Γραμμένο για τους νέους που χάνουν τη ζωή τους σε δυστηχήματα στους δρόμους όλο και περισσότεροι κάθε χρόνο.
Ήταν παιδιά τη μια στιγμή ζωντανά, την άλλη πεθαμένα, σκοτωμένα, αδικοχαμένα. Μόλις λίγο πριν, χαρούμενα κουβέντιαζαν για τα μεγάλα όνειρα της μικρής ζωής τους. Εκείνο το βράδυ θα  πήγαιναν βόλτα, πήγαν, μα δεν γύρισαν.
Και άφησαν τις χαροκαμένες μανάδες τους να κλαίνε αβάσταχτα, και να νιώθουν τον πόνο και σήμερα και αύριο και πάντα, έναν πόνο που θα τρώει τα σωθικά τους για όλη την υπόλοιπη μαύρη ζωή που θα τους μείνει.
Και στο κοιμητήριο κάθε σούρουπο γυναίκες, θυγατέρες, αδελφές, γιαγιάδες, αλλά κυρίως χαροκαμένες μανάδες, μαυροφορεμένες ανάβουν τα καντήλια, κλαίνε τον καημό τους και προσπαθούν να  ξαλαφρώσουν την ψυχή τους.
Το χρώμα του θανάτου που έχει απλωθεί παντού και τα μοιρολόγια που λένε θυμωμένες για το Χάρο που πήρε τα παιδιά τους, συνθέτουν μαύρο και άραχνο πονεμένο σκηνικό, εφιάλτη τρομερό που φέρνει βαθιά στις καρδιές τους έναν πόνο φοβερό, βαθύ και αδιάκοπο που αλαφιάζει το νού και κόβει την ανάσα.…
Και λέμε στους υπόλοιπους νέους που είναι ακόμα ζωντανοί, δέστε αυτές τις μάνες. Ο θάνατος είναι στιγμιαίος, έρχεται φεύγει, και γι αυτόν που φεύγει δεν μένει τίποτα. Ούτε πόνος, ούτε μαράζι. Ο πόνος ο μεγάλος ο αφόρητος και ο αβάσταχτος, είναι γι αυτούς που μένουν. Τους φίλους, τους συγγενείς, και τους αγαπημένους.
Αλλά κυρίως για τις μανάδες που ένας ανίκητος πόνος εφιάλτης τις κυριεύει χωρίς να τους επιτρέπει ανάσα ανακούφισης, και που συνθλίβει τη καθημερινότητα τους, παγιδεύει το μυαλό τους, λυγίζει το ηθικό τους και τους σκοτώνει τη ψυχή κάθε στιγμή.
Πρέπει λοιπόν οι νέοι να σκεφτούν αυτές τις μανάδες που τα όνειρα, οι ελπίδες και οι προσδοκίες που είχαν γι αυτούς, συνθλίβονται και κατακρημνίζονται εν μία στιγμή.

Διότι να ξέρουν, τα παιδιά πεθαίνουν μια φορά, οι μανάδες όταν χάνουν τα παιδιά τους πεθαίνουν κάθε μέρα…

ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΝ ΟΙ ΣΚΥΛΛΟΙ;
ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΜΥΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ ΤΩΝ ΩΟΘΗΚΩΝ
Με τη μαρτυρία μου αυτή θέλω να ομολογήσω την προσωπική μου εμπειρία περί του θέματος του καρκίνου τον οποίο παρακολούθησα να σκοτώνει την αγαπημένη μου σύζυγο Μαρινέλλα.
Καθώς είχα διαβάσει πως ερευνητές επιστήμονες προσπαθούν να αναπτύξουν και να χρησιμοποιήσουν ως διαγνωστικό όπλο για τον καρκίνο των ωοθηκών την καλή όσφρηση των σκύλων, αφού όπως ισχυρίζονται τα συμπαθητικά αυτά ζώα μπορούν να τον μοιρήσουν έγκαιρα και τοιουτοτρόπως να διαγνωστεί έγκαιρα και να θεραπευτεί, ανησύχησα από τη συμπεριφορά του μικρού μας σκύλου και με τον τρόπο που σκοτώθηκε από αυτοκίνητο, που δεν έμοιαζε με ατύχημα, αλλά ίδια ως αυτοκτονία.
Συγκεκριμένα οι ερευνητές λέγουν πως ο καρκίνος των ωοθηκών αρχικού σταδίου αλλάζει τις οσμές χημικών ουσιών και ότι σκύλοι μπορούν να εντοπίσουν τον καρκίνο στην ουροδόχο κύστη ανθρώπων μυρίζοντας τα ούρα τους.
Η σύζυγος μου Μαρινελλα είχε πρόβλημα με αιμορραγίες και είχε πάει σε κλινική όπου της έγινε τεστ Παπανικολάου και απόξυση. Το τεστ έδειξε καθαρό, ενώ από δείγμα που σταληκε για αναλύσεις μας είπε ο γιατρός πως δεν έδειξαν καθαρά αποτελέσματα και πως έπρεπε να υποστεί την ίδια διαδικασία και ταλαιπωρία από την αρχή για περαιτέρω εξετάσεις.
Εκείνη τη μέρα επήγαμε στο περβόλι μας στο χωριό της Μεσόγης για να το φροντίσουμε, και μαζι μας πήραμε τον Σάμυ το μικρό μας σκυλάκι που είχαμε στο σπίτι και που το αγαπούσαμε όλοι πάρα πολύ το ίδιο και αυτό εμάς, αλλά που πιο πολύ αυτό αγαπούσε τη σύζυγο μου. Το αφήσαμε ελεύθερο και άφοβα να παίξει αφού το περβόλι ήταν καλά περιφραγμένο και δεν θα μπορούσε να απομακρυνθεί, ούτε να κινδυνεύσει από αυτοκίνητα που περνούσαν έξω στο δρόμο.
Όμως το μικρό μας σκυλάκι αντί να παίζει  και να τρέχει όπως συνήθιζε, καθόταν στα δυό του πόδια όλη την ώρα και κοίταζε λυπημένα τη σύζυγο μου. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή του η στάση, και διερωτηθήκαμε γιατι να συμβαίνει αυτό.
Εμένα το μυαλό μου πήγε αμέσως στο κακό και σκέφτηκα τα χειρότερα. Η ανησυχία και ο φόβος με έζωσε ενθυμούμενος ότι είχα διαβάσει για την όσφρηση των σκύλων για τον καρκίνο.
Σε κάποια στιγμή ακούστηκε η αργή μηχανή κάποιου αυτοκινήτου να περνά έξω στο δρόμο, και το μικρό μας σκυλάκι με ένα απότομο σάλτο και μεγάλη ταχύτητα όρμισε προς τα εκεί. Βρήκε μια μικρή τρύπα στα ττέλια που περιέφρασσαν το περιβόλι, και με μεγάλη φόρα και δύναμη κουτούλισε στον τροχό του αυτοκινήτου βρίσκοντας ακαριαίο το θάνατο σπάζοντας προφανώς ο σβέρκος του. Η λύπη μας ήταν αφάνταστη, και η σύζυγος μου το πήρε αγκαλιά και έκλαιγε απαρηγόρητη. Κρατούσε το νεκρό σκυλάκι που φαινόταν μόνο να κοιμάται καθώς δεν είχε πληγές και αίματα, μη θέλοντας να πιστέψει το κακό που μας βρήκε. Ύστερα από πολλή ώρα που πάγωσε το μικρό του κορμάκι και ήταν σίγουρο πλέον πως πέθανε, το θάψαμε έξω από το σπίτι στο περβόλι.
Μαζί με τη μεγάλη μου λύπη για το μικρό σκυλάκι, μεγάλη ανησυχία με κυρίευσε γιατί σκέφτηκα πως οι σκέψεις μου για την όσφρηση του σκύλου ήταν αληθινή και πως το μικρό σκυλάκι μυρίζοντας τον επερχόμενο θάνατο της αγαπημένης του κυράς, αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στον τροχό του αυτοκινήτου.
Δεν είπα τίποτα μη θέλοντας να ενσπείρω ανησυχίες, αλλά συζητώντας με τη σύζυγο μου αποφασίσαμε την επόμενη μέρα να πηγαίναμε στο νοσοκομείο για να κάνει εκεί τις εξετάσεις της, αφού όλοι καλά γνωρίζουμε πως στα νοσοκομεία της Κύπρου η νοσηλεία είναι καλύτερη από τον ιδιωτικό τομεα.
Από εκείνη τη στιγμή με κρατούσε ο φόβος για το χειρότερο, και αυτό κράτησε ως το τέλος του μεγάλου Γολγοθά που ακολουθήσαμε και που δυστυχώς οι φόβοι μου για την κακή και επάρατο νόσο που σκότωσε τη σύζυγο μου Μαρινέλλα απαληθεύτηκαν.

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΗΜΕΡΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ (Πληροφορίες από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ «Η ψυχή μετά τον θάνατο»)
ΕΡΕΥΝΑ 
Τι συμβαίνει στη ψυχή όταν αφήνει το σώμα κατά την ώρα του θανάτου; Σε ποια κατάσταση βρίσκεται από την ώρα εκείνη μέχρι την Τελική Κρίση; Υπάρχουν απαντήσεις πραγματικές, ή μόνον υποδηλώνουν μια παρανόηση όσων επιστρέφουν από τους νεκρούς;
Μέσα από τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας εξάγονται ορισμένα συμπεράσματα για τον παράδεισο και την κόλαση, για φανερώσεις Αγγέλων και δαιμόνων, για άϋλες μορφές που επικοινωνούν με τους ανθρώπους και για τις εξωσωματικές εμπειρίες που αφού επέλθει ο θάνατος για δυο μέρες η ψυχή με συνοδεία αγγέλων απολαύει της δυνατότητας να επισκέπτεται τόπους που είχε προσφιλείς και αγαπημένους κατά το παρελθόν. Και αν η ψυχή είναι ενάρετη, πλανιέται σε όσα μέρη συνήθιζε εν ζωή να πράττει έργα αγαθά. Ακόμα επειδή αγαπά το σώμα της, συνηθίζει κυρίως να περιφέρεται όπου αυτό ευρίσκεται, στο νεκροκρέβατο, ή αλλού.
Στην νεκρώσιμη ακολουθία περιγράφεται η κατάσταση της ψυχής που αν και αφήνοντας το σώμα παραμένει στη γη, αδυνατώντας όμως να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους τους οποίους όμως μπορεί να παρακολουθεί.
Την τρίτη μέρα όταν τελείται μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής, λαμβάνει από φύλακα Άγγελο ανακούφιση για τη λύπη που προήρθε εκ του χωρισμού της από το σώμα, και ελεύθερα μετακινείται σε άλλες σφαίρες. Ο Χριστός που ο ίδιος ανέστη την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς, καλεί την ψυχή του αποθανόντος να μιμηθεί τη δική του ανάσταση και να ανέλθει στους Ουρανούς όπου ευρίσκεται ο Θεός.
 «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος. Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουκ υπάρχει ο ελεών αυτήν. Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Άγιοι άνθρωποι επίστευαν πως ενώ το σώμα αποθνήσκει, η ψυχή και η προσωπικότητα του αποθνώντος μεταφέρονται σε μια άλλη διάσταση μένοντας ζώντα όπως και προηγουμένως. Και ενώ οι ζωντανοί θρηνούν και οδύρονται για τους κεκοιμημένους, για εκείνους τα πράγματα είναι αλλιώς.
Όσοι απέθαναν και επαναφέρθηκαν στη ζωή, διαπίστωσαν ότι το σώμα τους είναι μια στενάχωρη κατοικία που δεν τους χωρεί, σε αντίθεση με τα ουράνια πλάτη όπου μεταφέρθηκε η ψυχή τους έστω και για τις λίγες στιγμές θανάτου τους.
Η περιφορά της ψυχής των πρώτων δύο ημερών του θανάτου γύρω από το νεκρό σώμα ή αλλού, αποτελεί γενικό κανόνα με εξαίρεση ορισμένων που ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγω που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Οι ομολογίες  μεταθανάτιων εμπειριών ατελείς καθώς είναι, αποτελούν μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης περιπλάνησης της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της, γιατι κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους συνοδούς αγγέλους των ψυχών.
Μερικοί επιστήμονες και ερευνητές για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες
περιγραφές των πρώτων δύο ημερών καθώς και των επομένων, αποδεικνύουν την  συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν ότι η ψυχή συνηθίζει να παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο.
Την τρίτη ημέρα η ψυχή διέρχεται μέσα από λεγεώνες φοβερών πονηρών πνευμάτων και τελωνείων  που παρεμποδίζουν την πορεία της με πρόσχημα πως είναι αμαρτωλή ψυχή, και μόνον άμα τα καταφέρει να τα προσπεράσει θα μπορέσει να συνεχίσει την ανοδική πορεία της προς τον ουράνιο Θεό.
Πόσο φοβεροί και επικίνδυνοι είναι οι δαίμονες και τα τελώνια, φανερώνεται από το γεγονός πως η ίδια η Παναγία όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο της, ικέτευσε τον υιό της να διασώσει την ψυχή της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή της, ο ίδιος ο Χριστός κατέβηκε από τους Ουρανούς όπου παρέλαβει την ψυχή της Μητρός του και να την οδήγησει στους Ουρανούς.
Επειδή φοβερή είναι πράγματι η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, είναι αναγκαίο να γίνεται μνημόσυνο και δεήσεις για ασφαλή προσπέλαση των δαιμόνων που της παρεμποδίζουν την πορεία. Διότι λίγο μετά το θάνατο η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα, και γι αυτή τους την πάλη ώστε να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια και τα δαιμόνια, χρειάζεται τη βοήθεια και την αγάπη των ζώντων αγαπημένων που με πολλές προσευχές και ακατάπαυστη ικεσία στο Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο, ώστε τοιουτοτρόπως να πληρωθούν ως αμοιβή οι Άγγελοι που θα τη συνοδεύσουν για να διαφύγει από τα πονηρά πνεύματα που θα συναντήσει στο διάβα της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει στον Κανόνα για την αναχώρηση της ψυχής τροπάρια που διαβάζονται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσε με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.
Άμα εξέλθει νικήτρια εκ των δαιμονίων,  και έως ότου παρέλθουν σαράντα ημέρες από του θανάτου, η ψυχή περιέρχεται από ουρανίους τόπους και αβύσσους της κολάσεως οπότε και καθορίζεται από τον πλαστουργό η θέση που θα εναποτεθεί μέχρι την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.
Η επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο  πραγματοποιείται επειδή κατά το σαρανταήμερο ταξίδι όσο η ψυχή αναζητά την εναπόθεση της, παρουσιάζονται σε αυτήν τα θαυμαστά του Παραδείσου, ενώ στο υπόλοιπο του ταξιδίου παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως.
Το μετά θάνατον σαρανταήμερο ταξίδι των ψυχών, λογείται δύσκολο, αγωνιώδες και τρομερό, εξαιτίας του φόβου για τα αιώνια μαρτύρια που θα υποστούν αν καταδικαστούν κατά την τελική Κρίση, ενώ μετά το σαρανταήμερο μερικές ψυχές βρίσκονται  σε κατάσταση αγαλλίασης και μακαριότητας διαισθανόμενοι ότι προορίζονται για μακάρια αιώνια ζωή, ενώ άλλες βρίσκονται σε κατάσταση τρόμου αφού διαισθάνονται πως  αιώνια θα καταδικαστούν κατά την τελική κρίση.
Πατερικά κείμενα όμως, λέγουν ότι κάποιες φορές ο ελεήμων Θεός ανταποκρινόμενος στις δεήσεις και στις προσευχές ζώντων συγγενών, συγχωρεί ορισμένες αμαρτωλές ψυχές τις οποίες και επανατοποθετεί δίπλα στις αγαθές ψυχές.
Τα οφέλη της προσευχής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση έχουν επίσης περιγράφει από Αγίους και ασκητές. Στο βίο της η μάρτυς Περπετούα, αναφέρει πως η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκε στον ύπνο της με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από το καυτό βάραθρο όπου ευρισκόταν, αλλά χάρη στη δική της ολόθερμη προσευχή επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα, κατάφερε να την φτάσει, να πιεί και να ξεδιψάσει, και ακολούθως να βρεθεί σε τόπο φωτεινό και χλοερό. Ήταν θεϊκό σημάδι πως ο Θεός αποδέχτηκε την προσευχή της και απελευθέρωσε τον αδερφό της από τα δεινά της κολάσεως.

Πολλά παρόμοια οράματα αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών, τα οποία όμως δεν πρέπει να ερμηνεύονται  κατά γράμμα, ούτε και βεβαίως να θεωρούνται ότι εξηγούν επ ακριβώς τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο, αλλά ότι πρόκειται περισσότερο για ενδείξεις της πνευματικής αλήθειας περί της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο, και πως μπορεί να πάρει τη χάρη του Θεού χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον ζώντα κόσμο.

ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Μία είναι η ζωή μας, δεν υπάρχει άλλη. Κόλαση είναι όσο υπάρχει ζωή, και Παράδεισος όταν σταματήσει η ζωή. Στη πρόσκαιρη ζωή μας οι λύπες και οι στενοχώριες καθώς και τα μεγάλα βάσανα που μας δέρνουν, είναι υπέρτερα όσων χαρών απολαμβάνουμε. Είναι μια ζωή γεμάτη μικρές χαρές και μεγάλες πίκρες, με τον πόνο περισσότερο από την απόλαυση.
Είναι μια κατάσταση που όλοι την αντιλαμβάνονται όταν σκεφτούν με την καθαρή λογική, που δυστυχώς οι διάφορες θρησκείες εκμεταλλευόμενες το φόβο των ανθρώπων για το θάνατο, τους πείθουν για μια άλλη μετα θάνατον ζωή, καλύτερη ή χειρότερη.
Και αναρωτιέμαι, είμαι εγώ που σκέφτομαι πως η ζωή είναι μία; Όλοι οι άλλοι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν ακόμα μία, για να κερδίσουν ίσως μια θέση στον Παράδεισο;
Λέω εγώ, πως πρέπει να αντικρίζουμε τη ζωή στη σωστή της διάσταση και να ζούμε την κάθε μέρα. Να αρπάζουμε τις καλές στιγμές όταν έρχονται, και να διώχνουμε τις κακές που μας θλίβουν και μας καταπονούν.
Να βλέπουμε τις μεγάλες δυστυχίες που συμβαίνουν γύρω μας και να είμαστε ευχαριστημένοι με τις μικρότερες δικές μας. Να αναγνωρίζουμε τις αληθινές και να τις αποφεύγουμε. Να μην πικραίνουμε αχρείαστα τους γύρω μας, γιατί η πίκρα που δημιουργούμε γυρνά μπούμερανγκ σε μας.
Χαρά σημαίνει να αγαπούμε, να μας αγαπούν, να έχουμε την υγεία μας και τον επιούσιο. Όλα τα άλλα είναι περιττά που δημιουργούν αντιπαλότητες, μίση και έχθρες, κακά τα οποία προκαλούν δυστυχία και πόνο, δημιουργούν γύρω μας μια κόλαση.
Όσο ζει ο άνθρωπος υποφέρει και πονά, καθώς είναι στη φύση του όσο περισσότερα έχει, και άλλα να γυρεύει, ώστε στην αναζήτηση του να ταλαιπωρείται και να καταπονείται. Μια ολόκληρη ζωή προσπαθεί για περισσότερα χωρίς ποτέ να ικανοποιείται, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή όταν κοιτάξει πίσω την προηγούμενη του ζωή, θα καταλαβαίνει πως όλα ήταν μάταια και άσκοπα. Θα δει πως πολλοί αγαπημένοι του υπέφεραν και πέθαναν, θα δει πως και η δική του ζωή τελειώνει, και θα νιώσει πως φτάνει ο καιρός του. Ίσως τότε να καταλάβει πως θα ησυχάσει και θα ξεκουραστεί, καθώς με το θάνατο παύουν όλα να υπάρχουν, ούτε έγνοιες, ούτε αρρώστιες, ούτε πόνοι. Ίσως πάλι να φοβηθεί τον επερχόμενο του θάνατο, καθώς θα νομίζει πως μετά θάνατον υπάρχει κόλαση, και ο ίδιος είναι προορισμένος γι αυτήν,  
Συμπεραίνω λοιπόν, πως  όσο κυνηγούμε μια δεύτερη ζωή, δεν θα τη συναντήσουμε, γιατί ούτε Κόλαση υπάρχει, ούτε Παράδεισος μετά θάνατον. Πιστεύω πως Κόλαση είναι η ζωή μας, και Παράδεισος ο θάνατος μας.
Αλοίμονο λοιπόν σ’ αυτούς που μένουν, και χαρά σ’ αυτούς που φεύγουν.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ήταν κρυμμένος πίσω από τις μπουκαπόρτες και μου την είχε στήσει. Αιφνιδιάζοντας με χωρίς να προλάβω να αντιδράσω, με άρπαξε από το λαιμό, και ένιωσα τα χέρια του σαν μέγγενη να με σφίγγουν και να με σηκώνουν ψηλά. Χωρίς αναπνοή, άρχισα να τον γρονθοκοπώ με δύναμη όσο μπορούσα, αλλά αυτός ακίνητος χωρίς καθόλου να νιώθει τα χτυπήματα, με έσφιγγε περισσότερο. Σαν ντουβάρι βράχου, με την τεράστια δύναμη που είχε, με σήκωσε ψηλά στο ύψος του προσώπου του και αντικριστά είδα τα μάτια του ανέκφραστα να με κοιτάζουν ατάραχα, όπως να έκανε μια συνηθισμένη εργασία, και όχι ένα φόνο. 
Τα δευτερόλεπτα έγιναν αιώνες σε μια επιθανάτια μου στιγμή όταν κατάλαβα πως μου έφευγε η ζωή, όταν πλέον δεν είχα άλλη αναπνοή. Ένιωσα τα χέρια μου να κρεμιούνται κάτω, και τη σκέψη μου να αποδέχεται το τέλος, και να παραδίδεται στο θάνατο.
Έβλεπα το θάνατο με σιγουριά να έρχεται και το μυαλό μου κυριεύτηκε από τρόμο.
Πονούσα αφάνταστα από το δυνατό σφίξιμο, αλλά ο τρόμος και η αγωνία του θανάτου υπερίσχυαν του πόνου και η αίσθηση πως δεν είχα δύναμη να αντιδράσω και να αντισταθώ, μάγγωνε απελπιστικά τον εγκέφαλο μου…
Και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα, δεν υπήρχε ζωή. Μια ήρεμη αίσθηση με κυριάρχησε και η αποδοχή στην ανημποριά της αντίδρασης μου με έκαναν τελεσίδικα να αποφασίσω πως ήρθε το τέλος, και γαλήνια παραδόθηκα στην ανυπαρξία, νιώθοντας μια ηρεμία να με κατακλύζει.

Τι είναι ο θάνατος; Οποία η αίσθηση την ώρα του θανάτου, διερωτούνται πολλοί. Πρόκειται ίσως για το μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής. Τι νιώθουμε την ώρα που ξεψυχούμε; Αυτό που αποκαλούμε συνείδηση και σκέψη παθαίνει μαζί με το σώμα;
Εγώ που τον βίωσα και τον αισθάνθηκα, ένα λέγω, πως είναι απλά ένα μαύρο κενό. Δεν είχα σκέψεις, ούτε συνείδηση, τίποτα. Ένιωθα πως δεν ήμουν εκεί. Ένιωθα πως έπεφτα σε ένα μαύρο ύπνο-λήθαργο χωρίς όνειρα, και όταν ξύπνησα αισθάνθηκα πως είχα κοιμηθεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ στην πραγματικότητα έλειψα από τη ζωή μέσα στη λιποθυμία του θανάτου μου, μόλις λίγα λεπτά ή δευτερόλεπτα.  Ένιωσα να ξυπνώ και ένιωθα να πονάω, ένιωθα να δυσκολεύομαι πολύ στην αναπνοή. Ήμουν παρατημένος στο κατάστρωμα πεσμένος κάτω μέσα στο σκοτάδι χωρίς να έχω γίνει αντιληπτός από κανένα…
Με δυσκολία σήκωσα το κορμί μου και το έγειρα πάνω στη ράχη της μπουκαπόρτας. Έμεινα εκεί γερμένος με τες ώρες κοιτάζοντας ψηλά τα άστρα, προσπαθώντας να συνέλθω αλλά και να συνηδειτοποιησω  πως όλα όσα συνέβησαν ήσαν αληθινά.

Βίωσα λοιπόν, κάτι. Βίωσα την αίσθηση και τη αγωνία του θανάτου μου. Ήταν στην αρχή ο μεγάλος φόβος του θανάτου όταν τον συνειδητοποίησα με σιγουριά, αλλά ύστερα ήταν η ηρεμία του τέλους που όλα γίνονται διαφορετικά, που η ζωή φεύγοντας παραδίνει την ψυχή στην απόλυτη ηρεμία και γαλήνη που ο θάνατος επιφέρει στο σώμα. 

 Και αυτό το κάτι ένιωσα πως ήταν τίποτα. Από εκείνο τον καιρό, δεν με φοβίζει ο θάνατος. Δεν τον επιθυμώ γιατί αγαπώ τη ζωή, αλλά και όταν είναι νάρθει, ας έρθει με έναν καλύτερο τρόπο.

ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ;
Η επιστήμη του θανάτου τεκμηριωμένη με λογικά επιχειρήματα, δεν είναι το οδυνηρό τέλος της ζωής του μεταστάντος, αλλά ένας τρόπος αντίδρασης της εξελικτικής φύσης για να συνεχίσουν να υπάρχουν ζωντανοί. Διότι αν δεν υπήρχε θάνατος, όσοι γεννήθηκαν από καταβολής κόσμου, θα ήσαν τόσοι και αμέτρητοι που δεν θα τους χωρούσε η γη και ως εκ της φύσεως της θα απέβαλλε.
Κατά την επιστήμη ο Θάνατος είναι η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών  που υποστηρίζουν τη διαβίωση ενός οργανισμού  και το ίδιο το σώμα αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθει.
Όμως κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως δεν είναι το τέλος, αφού κατά τον Αϊνστάιν καμίας μορφής ενέργεια δεν χάνεται, αλλά παραμένει εσαεί, οπότε κατά συνέπεια αφού η ζωή είναι ενέργεια, αυτή παραμένει ζώσα σε μια απόκοσμη κατάσταση που συνδέεται όμως με την κοσμική κατάσταση σε μια στοιχειωμένη σχέση.  
Κάποιοι επιστήμονες αναφέρουν πώς αν και το σώμα πεθαίνει,  η συνείδηση συνεχίζει για λίγο ακόμα μετά τον θάνατο οπότε αυτό αποδεικνύει ότι στα αρχικά στάδια του θανάτου, ο εγκέφαλος παραμένει συνειδητός, και ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι επιζώντες του κλινικού θανάτου θυμούνται μερικές φορές τι συνέβη, αν και ήταν τεχνικά νεκροί. Ισχυρίζονται ακόμα πως ο εγκέφαλος θανόντων με κατάλληλη κλινική, μπορεί να διατηρηθεί ζωντανός για πολλές ώρες, οπότε μυθιστοριογράφοι για να γράψουν ιστορίες ζόμπι, βασίζονται σε αυτή τη θεωρία και περιγράφουν τις φοβικές φαντασίες τους.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το τέλος, αλλά περισσότεροι θέλοντας να έχουν μια παρηγοριά, πιστεύουν στα κηρύγματα των θρησκειών, ώστε τοιουτοτρόπως έχουν κάτι να ελπίζουν καθώς όλοι εκ της φύσεως μας φοβούμαστε τον θάνατο. Άλλοι ακόμα πιστεύοντας στην πρόοδο της επιστήμης έχουν μια κρυφή εμπιστοσύνη ότι ένεκα αυτής ίσως κάποτε με κάποιο τρόπο, κάποιοι νεκροί θα αναστηθούν.
Όταν πεθαίνουμε λοιπόν, και το σώμα μας γίνεται χώμα, τα οστά μας για να διαλυθούν, χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια ή και μυριάδες όταν ευρίσκονται σε κατάσταση απολίθωσης, οπότε πολλά γονίδια μας παραμένουν ενεργά, και ίσως αυτό να μας είναι μια φρούδα παρηγοριά, καθώς ίσως κάποια στιγμή οι επιστήμονες μπορέσουν μετά θάνατον να μας ξαναδημιουργήσουν με την μέθοδο της κλωνοποίησης.
Αν λοιπόν η Ορθόδοξη εκκλησία αντέτασσε την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης ως στοιχείο σε αυτούς που προωθούν την καύση των νεκρών, πιστεύω θα μπορούσε να τους πείσει να αναθεωρήσουν.

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
-Το φρικωδέστατον των κακών ο Θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος δεν υπάρχει, και όταν επέλθει ο θάνατος τότε δεν υπάρχουμε εμείς,
έγραψε ο Επίκουρος ο φιλόσοφος.
Με αυτό εννοεί ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο εφ όσον είμαστε ζωντανοί, αλλά ούτε όταν είμαστε νεκροί καθώς όταν δεν θα υπάρχουμε, δεν θα υπάρχει ούτε ο θάνατος.
Το θάνατο οι ανθρωποι τον φοβουνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.
Ώστε ο θάνατος είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, εξουσιάσουν τις συνειδήσεις.
Ίσως οι περισσότεροι ισχυριζόμαστε ότι η ζωή μας είναι γλυκύτερη χωρίς το φόβο του θανάτου, αλλά από την άλλη αν ό καθένας μας δεν είχε αυτό το φόβο μέσα του, αν δεν πιστεύαμε ότι όλα είναι εφήμερα, η συνείδηση μας δεν θα μας ενοχλούσε, δεν θα μας πονούσε, και θα λειτουργούσαμε χωρίς ηθικούς κανόνες εις βάρος των άλλων, οπότε θα κυριαρχούσε μια άνομη τάξη με κυρίαρχους τους δυνατότερους και τους εξυπνότερους.
Έχουμε αποδεχτεί όλοι τον θάνατο, έχουμε δεχτεί ότι κανείς δεν γλυτώνει από αυτόν. Εντούτοις όποτε τον φέρνουμε στο νου μας προσπαθούμε αμέσως να τον διώξουμε  γιατί και μόνο η σκέψη του μας φοβίζει, καθώς κανείς από εμάς δεν έχει παρόμοια εμπειρία, καθώς όλοι τρέμουμε το άγνωστο.
Οι άνθρωποι για να κατευνάσουν αυτόν τον φόβο, εφεύραν θρησκείες για παρηγοριά και δημιούργησαν ιστορίες για Κόλαση και Παράδεισο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο, και όσοι ονομάζονται ήρωες, θυσίασαν τη ζωή τους γιατί περισσότερο από τον εαυτό τους αγάπησαν την πατρίδα, την δόξα και την υστεροφημία, ενώ κάποιοι άλλοι δεν την άντεξαν ένεκα της σκληρότητας που τους φέρθηκε η ίδια.
Όταν η ευμάρεια, η καλοπέραση και τα υλικά αγαθά κυριαρχούν, όλοι αγαπάμε τη ζωή, και μισούμε τον θάνατο, αλλά περισσότερο τον φοβόμαστε.
Όμως τι καλύτερο θα ήταν αν αντί για εχθροί μαζί του γινόμασταν φίλοι;
Πολλοί το έχουν σκεφτεί, αλλά λίγοι το εννόησαν, καθώς ζούμε και γερνάμε με αυτόν τον φόβο, όπου στο τέλος μας γίνεται έμμονη ιδέα.
Αν όμως κάποιος αναλογιστεί ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβει ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν μας πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια. Αν αναλογιστεί ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσε έναν ύπνο βαθύ χωρίς να τον σκιάζει έγνοια.
Αν τοιουτοτρόπως λοιπόν σκεφτούμε,  θα εννοήσουμε ότι Κόλαση είναι η ίδια η ζωή μας καθώς κατά τη διάρκεια της οι πίκρες μας είναι κατά παρασάγγας υπέρτερες των χαρών μας, και Παράδεισος όταν τελειώνει η ζωή μας και αναπαυόμαστε δια παντός.

«Ο θάνατος ουδέν προς ημάς»
Όταν ο φόβος μας προειδοποιεί για πραγματικούς κινδύνους είναι χρήσιμος και ωφέλιμος, όταν όμως μετατρέπεται σε ψυχολογικό άγχος τρέφει με ψευδαισθήσεις το νου μας, και καταντούμε να γινόμαστε φοβικοί με έμμονες ιδέες που για να τις ξεπεράσουμε χρειάζεται πολλή προσπάθεια να τις αντιληφτούμε, να τις κατανοήσουμε.
Η μεγαλύτερη φοβία μας είναι του θανάτου, κυρίως όταν εκ του σύνεγγυς ζούμε την απώλεια δικών μας αγαπημένων. Νιώθουμε άγχος, λύπη, στεναχώρια, φόβο, και κυρίως ένα μεγάλο αίσθημα τρόμου στο οποίο βασίζονται όλες οι θρησκείες εφευρίσκοντας τρόπους παρηγοριάς δια της διδασκαλίας τους ώστε να άγουν τους πιστούς στα δόγματα τους.
Αν και ξέρουμε ότι όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα, εντούτοις σχεδόν κανένας μας δεν μπορεί να το δεχτεί και να το εμπεδώσει στη συνείδηση του εξ αιτίας της αγωνίας που μας προκαλεί το άγνωστο που ακολουθεί.
Ίσως αυτός ο φόβος να είναι έμφυτος από γεννησιμιού, ίσως να είναι μια έβδομη αίσθηση που κανείς όμως μελετητής δεν μπόρεσε αληθινά να τεκμηριώσει.

Είναι ένας φόβος που δεν θα έπρεπε να έχουμε καθώς όσο είμαστε ζωντανοί δεν είμαστε πεθαμένοι άρα δεν πρέπει να ανησυχούμε, και όταν πεθάνουμε δεν μπορούμε να έχουμε το φόβο καθώς δεν ζούμε πλέον για να τον σκεφτόμαστε, όμως αυτό είναι μια απλουστευμένη φιλοσοφική δική μου θεώρηση που σπάνια κάποιος την αποδέχεται καθώς είναι ένας ανυπέρβλητος φόβος του θανάτου που λίγοι μπορούν να ξεπεράσουν, ακόμα και όσοι έχουν μελετήσει και εμβαθύνει στη φιλοσοφία αυτή.
Περισσότερο όμως εξοικειωμένοι με το θάνατο είναι οι επαγγελματίες που μέσα από τα χέρια τους περνούν αμέτρητα πτώματα, που ζουν συνεχώς πλησίον τους και τοιουτοτρόπως έχει σκληρύνει η συνείδηση τους και δεν επηρεάζεται, ούτε επίσης έχει άγχος ο νους τους, καθώς έχουν συνηθίσει μια καθημερινή ρουτίνα δίπλα από νεκρά κορμιά χωρίς να τους σκιάζει πλέον φόβος.

Θυμάμαι στο χωριό μου μικρός πήγαινα σε όλες τις κηδείες ως βοηθός του ιερέως ο οποίος ήταν θείος μου. Γεμάτος φόβο με την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, παρακαλούσα να μην πέθαιναν οι άνθρωποι για να μην αναγκάζομαι να ευρίσκομαι κοντά σε πεθαμένους.
Θυμάμαι το νεκρικό ξυλοκρέβατο το οποίον χρησιμοποιούσαμε για όλους τους πεθαμένους, και ακολούθως το επιστρέφαμε στην αποθήκη της εκκλησίας του χωριού.
Θυμάμαι στο χωρίς κάλυμμα φέρετρο τις σορούς με το φοβισμένο άσπρο χρώμα στα νεκρικά τους πρόσωπα.
Θυμάμαι τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς των συγγενών και τη λύπη διάχυτη στην ατμόσφαιρα που στεναχωρούσε και έθλιβε όλους μας.
Θυμάμαι τις κακές και πικρές εμπειρίες που με έκαναν να απεχθάνομαι τον θάνατο και να μη θέλω να παρευρίσκομαι σε τελετές κηδειών.
Η ίδια η ζωή όμως  δεν αφήνει κανένα μας να τον αποφεύγει, έτσι πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής μας συναναστρεφόμαστε μαζί του πριν να έρθει το δικό μας τέλος.

Θυμάμαι μια φορά στα δεκαεννιά μου χρόνια όταν μπαρκάρισα στο “Southern Union” ένα πλοίο τάνκερ του Σταύρου Νιάρχου και ύστερα από ενός χρόνου ναυτολόγηση ξεμπάρκαρα, με μεγάλη μου χαρά πήγα στα Πετράλωνα να συναντήσω ένα φοιτητή φίλο μου, τον Αντωνέσκο. Είχα σκοπό να καθίσω ένα μήνα να χορτάσω στεριά, να ζήσω νυχτερινή ζωή, να πάω σε κέντρα διασκεδάσεως και καταγώγια, να διασκεδάσω μέχρι κορεσμού, να χορτάσω όσα στερήθηκα για ένα χρόνο. Είχα χρήματα, με το φίλο μου τον Αντωνέσκο που ήξερε τα κατατόπια θα τριγυρνούσαμε Αθήνα και Πειραιά, ήμουν σίγουρος θα περνούσαμε καλά.
Αντί τούτου όμως, δυσάρεστη έκπληξη με περίμενε. Στην ευρύχωρη σάλα όταν καθίσαμε και ανοίξαμε την μπαλκονόπορτα, κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι απέναντι μας, ήταν ένα κατάστημα με τις πόρτες ορθάνοιχτες και μέσα στην κάμαρη σε ένα τραπέζι ξαπλωμένος ένας πεθαμένος και από πάνω του ένας ασπρουλιάρης του έκανε μακιγιάζ. Ξαφνιάστηκα από το θέαμα και ανατρίχιασα, ενώ ένα σύγκρυο μούδιασε το μυαλό και το κορμί μου. Όλες οι φοβίες που είχα μικρός ξανάρθαν στο μυαλό μου και με έκαναν να θέλω να τρέξω να φύγω μακριά.
Μέσα στην κάμαρη ο πεθαμενατζής συνέχιζε το έργο του χωρίς άλλη έγνοια, ενώ ο φίλος μου μου εξήγησε πως νοίκιασε το διαμέρισμα καθώς ήταν ευρύχωρο και φτηνό, και το άσχημο θέαμα στο γραφείο κηδειών με τον καιρό γίνεται συνηθειο, εξάλλου γιατί να φοβούμαστε τους πεθαμένους που δεν μπορούν να κάνουν κακό αντί τους ζωντανούς που συνήθως μόνο κακό προκαλούν, πρόσθεσε με στόμφο.
Τα επιχειρήματα του ήταν σωστά και λογικά, αλλά το βράδυ όταν ήρθε ήταν για μένα πολύ μεγάλο καθώς νιώθοντας δίπλα μου σε λίγα μέτρα τους πεθαμένους, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.
Την άλλη μέρα πρωί κατέβηκα στην ακτή Μιαούλη στα γραφεία του Σταύρου Νιάρχου και κανόνισα να μπαρκάρω αμέσως, δεν ήθελα να μείνω άλλο κοντά στους πεθαμένους.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟΣ ΡΟΓΧΟΣ


Για το θάνατο ο κάθε άνθρωπος εκδηλώνει διαφορετικό συνδυασμό συναισθημάτων και ο ψυχικός πόνος είναι τόσο μεγάλος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση θανάτου που βιώνειι.
Όμως όταν κάποιος παρακολουθήσει και ζήσει την διάρκεια θανάτου και τον επιθανάτιο ρόγχο δικού του αγαπημένου προσώπου, βιώνει ένα από τα χειρότερα καταθλιπτικά συναισθήματα καθώς η διαδικασία της μετάβασης του μεταστάντος είναι πολύ μαρτυρική τα’οσο, που επηρεάζει τον μάρτυρα εφ όρου ζωής.
Εγώ λοιπόν ως μάρτυρας παρόμοιου θανάτου αφού πέρασαν αρκετά χρόνια ώστε με περισσότερη αντικειμενικότητα να μπορώ να περιγράψω τον επιθανάτιο ρόγχο, γράφω τα εξής:

Όταν ο οργανισμός του ασθενούς εξασθενεί και δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους σώματος, ο εγκέφαλος με το σώμα παύουν να συνεννοούνται, οπότε ο ετοιμοθάνατος χάνει την ικανότητα της κατάποσης και το σάλιο συσσωρεύεται χωρίς να καταπίνεται, με αποτέλεσμα να εισέρχεται στις αναπνευστικές οδούς, ή και να εμποδίζεται την αναπνοή.
Αυτός ο υγρός θόρυβος που συμβαίνει κατά αυτήν τη διάρκεια της αναπνοής, ονομάζεται επιθανάτιος ρόγχος.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι ο ήχος της Αναπνοής του ετοιμοθάνατου, το γουργούρισμα το οποίον προέρχεται από την προσπάθεια των πνευμόνων να αναπνεύσουν αέρα, ο οποίος όμως εμποδίζεται καθώς η γλώσσα δυσλειτουργεί και δεν εμποδίζει το σάλιο να εισέρχεται στο αναπνευστικό σύστημα.
Όταν ξεκινά αυτός ο ρόγχος έως την τελική κατάληξη, ο χρόνος διάρκειας είναι πέραν των δύο τρίτων της ημέρας.
Λίγο πρίν το θάνατο η γλώσσα δυσλειτουργεί ακόμη περισσότερο, ώστε μια περιφράσσει την αναπνοή, και μια επιτρέπει το σάλιο να εισέρχεται στους πνεύμονες.
Δηλαδή ο επιθανάτιος ρόγχος είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των πνευμόνων να εισπνεύσουν αέρα διά μέσου του σάλιου, ένα μαρτύριο του ετοιμοθάνατου καθώς πνίγεται στην προσπάθεια του να αναπνεύσει.
Με απλά λόγια, ο επιθανάτιος ρόγχος είναι το αποτέλεσμα της εισροής σάλιου στους πνεύμονες καθώς η γλώσσα δεν μπορεί να ανταποκριθεί ένεκα της τελικής οργανικής κατάπτωσης του ασθενούς.
Στην τελική ασυνείδητη προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, συνήθως βλέπουμε τον ασθενή ενώ νομίζουμε ότι έχει καταλήξει, να επανέρχεται σε μια υπέρτατη προσπάθεια να αναπνεύσει αέρα. Αυτό μπορεί μερικές φορές να διαρκέσει αρκετή ώρα. Είναι οι στιγμές που οι παρόντες οικείοι του ετοιμοθάνατου μαρτυρούν τις ανατριχιαστικές απέλπιδες προσπάθειες του ετοιμοθάνατου μέχρι της καταλήξεως, εμπειρίες πολύ θλιβερές που αποτυπώνονται δια παντός στη μνήμη και τους στοιχειώνει ε όρου ζωής.