έγραψε ο
Επίκουρος ο φιλόσοφος.
Με αυτό
εννοεί ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο εφ όσον είμαστε ζωντανοί, αλλά
ούτε όταν είμαστε νεκροί καθώς όταν δεν θα υπάρχουμε, δεν θα υπάρχει ούτε ο
θάνατος.
Το θάνατο οι
ανθρωποι τον φοβουνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους
πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.
Ώστε ο
θάνατος είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι
άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι
εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, εξουσιάσουν τις συνειδήσεις.
Ίσως οι
περισσότεροι ισχυριζόμαστε ότι η ζωή μας είναι γλυκύτερη χωρίς το φόβο του
θανάτου, αλλά από την άλλη αν ό καθένας μας δεν είχε αυτό το φόβο μέσα του, αν
δεν πιστεύαμε ότι όλα είναι εφήμερα, η συνείδηση μας δεν θα μας ενοχλούσε, δεν
θα μας πονούσε, και θα λειτουργούσαμε χωρίς ηθικούς κανόνες εις βάρος των
άλλων, οπότε θα κυριαρχούσε μια άνομη τάξη με κυρίαρχους τους δυνατότερους και
τους εξυπνότερους.
Έχουμε
αποδεχτεί όλοι τον θάνατο, έχουμε δεχτεί ότι κανείς δεν γλυτώνει από αυτόν.
Εντούτοις όποτε τον φέρνουμε στο νου μας προσπαθούμε αμέσως να τον
διώξουμε γιατί και μόνο η σκέψη του μας φοβίζει, καθώς κανείς από
εμάς δεν έχει παρόμοια εμπειρία, καθώς όλοι τρέμουμε το άγνωστο.
Οι άνθρωποι
για να κατευνάσουν αυτόν τον φόβο, εφεύραν θρησκείες για παρηγοριά και
δημιούργησαν ιστορίες για Κόλαση και Παράδεισο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο,
και όσοι ονομάζονται ήρωες, θυσίασαν τη ζωή τους γιατί περισσότερο από τον
εαυτό τους αγάπησαν την πατρίδα, την δόξα και την υστεροφημία, ενώ κάποιοι
άλλοι δεν την άντεξαν ένεκα της σκληρότητας που τους φέρθηκε η ίδια.
Όταν η
ευμάρεια, η καλοπέραση και τα υλικά αγαθά κυριαρχούν, όλοι αγαπάμε τη ζωή, και
μισούμε τον θάνατο, αλλά περισσότερο τον φοβόμαστε.
Όμως τι
καλύτερο θα ήταν αν αντί για εχθροί μαζί του γινόμασταν φίλοι;
Πολλοί το
έχουν σκεφτεί, αλλά λίγοι το εννόησαν, καθώς ζούμε και γερνάμε με αυτόν τον
φόβο, όπου στο τέλος μας γίνεται έμμονη ιδέα.
Αν όμως
κάποιος αναλογιστεί ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον
ταράσσει, θα καταλάβει ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν μας πληγώνει, ούτε
πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια. Αν αναλογιστεί ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε,
ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσε έναν ύπνο βαθύ
χωρίς να τον σκιάζει έγνοια.
Αν
τοιουτοτρόπως λοιπόν σκεφτούμε, θα εννοήσουμε ότι Κόλαση είναι η
ίδια η ζωή μας καθώς κατά τη διάρκεια της οι πίκρες μας είναι κατά παρασάγγας
υπέρτερες των χαρών μας, και Παράδεισος όταν τελειώνει η ζωή μας και
αναπαυόμαστε δια παντός.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ
ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ