ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΑΥΤΟΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ

Οι συντάξεις στη Κύπρο είναι για κάποιους υπερβολικές και για άλλους μηδενικές. Στις τάξεις μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και των αυτοεργοδοτούμενων υπάρχει άβυσσος, ένα χάος δυσθεόρατο, σάμπως οι μεν να έχουν περισσότερες ανάγκες από τους δε. 


Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η Κυβέρνηση στην προσπάθεια της να σώσει το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας που κινδυνεύει οικονομικά καθώς όλες οι παρελθούσες κυβερνήσεις το έχουν απομυζήσει με δανικά και αγύριστα μέχρι εξαντλήσεως, αποφάσισε ότι σκοτώνοντας τους χαμηλοσυνταξιούχους, θα το καταφέρει. Διότι με συντάξεις των 358 ευρώ, είναι καθαρό ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει. Τους ανθρώπους αυτούς, και κυρίως τους αυτοεργοδοτούμενους που με τις επιχειρήσεις τους και την εργασία τους τροφοδοτούσαν ολόκληρο το κράτος ώστε αυτό με τη σειρά του να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους, τώρα εις βάρος αυτών, τελείται μια τεράστια αδικία. Ενώ πληρώνονται μεγάλες και διπλές συντάξεις σε προνομιούχους, πληρώνονται επίσης συντάξεις θανάτου σε μη προνομιούχους.
Το ανάλγητο κράτος της Κύπρου που διοικείται από μια άρχουσα τάξη, έχει νομοθετήσει για τα δικά τους προνόμια, για τους δικούς τους παχουλούς μισθούς και συντάξεις. Με τις δικές τους υψηλές συντάξεις έως και πέραν των 2000 ευρώ και την δική τους καλοπέραση δημόσιοι υπάλληλοι και βολεμένοι βουλευές, δεν ενδιαφέρονται για τους χαμηλοσυνταξιούχους που διαβιούν κάτω του ορίου της φτώχειας, και ούτε νοιάζονται για την εξαθλίωση στην οποία τους έχουν αναγκάσει να περιέλθουν.
Μπορεί με αυτό τον τρόπο το ασφαλιστικό σύστημα να αντέχει από τη χρεοκοπία, στερούν  όμως στους συνταξιούχους το δικαίωμα στη ζωή, ενέργεια που αποτελεί εγκληματική πράξη καθώς το κράτος έχει την υποχρέωση να χρηματοδοτεί και να διασφαλίζει το μέλλον του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να προστατεύει όλο τον πληθυσμό και όχι μόνο τους προνομιούχους.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ

Στα καφενεία, στες πλατέες, στο παζάρι και αλλού, όπου κυκλοφορήσω, συναντώ ανθρώπους θυμωμένους. Ανθρώπους με αισθήματα πληγωμένα και συναισθήματα θλιμμένα. Με προβλήματα που τους καταπιέζουν και τους πονούν καθώς δεν βρίσκουν λύσεις στα αδιέξοδα που άλλοι τους έχουν δημιουργήσει.

Είναι θυμωμένοι οι αυτοεργοδοτούμενοι συνταξιούχοι για το αίσχος της σύνταξης των 450 ευρώ που ενώ δούλεψαν μια ζωή πληρώνοντας για δεκαετίες πολύ υψηλές συνεισφορές στα ταμία των Κοινωνικών ασφαλίσεων, αυτά τα δικά τους χρήματα, τα νέμονται άλλοι.
Είναι θυμωμένοι με τις τράπεζες που ως τοκογλύφοι και με υπερχρεώσεις οδηγούν προς πώληση τις περιουσίες τους.
Θυμωμένοι με το κράτος που δεν τους προστατεύει, θυμωμένοι που τους κούρεψε και περισσότερο τους φορολόγησε,
Είναι θυμωμένοι με τους βουλευτές που χωρίς αισχύνη νομοθετούν υπέρ των τραπεζών, και από πάνω με περισσό θράσος ισχυρίζονται ότι νομοθετούν υπέρ του λαού.
Είναι θυμωμένοι για τον διαχωρισμό του λαού σε τάξεις, στους υψηλά αμειβόμενους δημόσιους υπαλλήλους , στους υπηρέτες  των Σουπερμάρκετ και της ξενοδοχειακής βιομηχανίας των 850 ευρώ, καθώς και στους άνεργους.
Σε ένα κράτος χωρίς εθνικό πλούτο και πρωτογενή παραγωγή, σε ένα κράτος  που το ίδιο έχει επιδοτήσει την εκρίζωση βασικών καλλιεργειών  και κατά συνέπεια οδήγησε τον πληθυσμό να εργάζεται σε ξενοδοχεία και άλλες θέσεις με πενιχρούς μισθούς, με φόρους και ακρίβεια να τρέχουν, είναι πολύ φυσικό στην τόση μιζέρια οι άνθρωποι να αισθάνονται παραμελημένοι και οργισμένοι.
Ναι, πάντα υπάρχουν άνθρωποι θυμωμένοι, αλλά αυτό που συμβαίνει στον τόπο μας είναι πρωτόγνωρο, είναι σχεδόν συλλογικό  επί του Ελληνικού πληθισμού. Είναι θυμός καταπιεσμένος που κατατρώει τα σωθικά και την ψυχή τν πολιτών, θυμός που τους αρρωσταίνει και τους πεθαίνει.
Με πρόσωπα βλοσυρά κάθονται στα καφενεία και περπατούν στους δρόμους, και δεν λέγουν κουβέντες χαράς, αλλά τους ακούω να λέγουν λόγια θλιμμένα, πικραμένα, και θυμωμένα.
Τους βλέπω και τους ακούω, και θέλω να τους πω λόγια παρηγοριάς, να τους συστήσω υπομονή και εγκαρτέρηση γιατί ο Θεός είναι μεγάλος και για αυτούς, αλλά που να βρω το κουράγιο καθώς είμαι και εγώ το ίδιο θυμωμένος, είμαι και εγώ στην ίδια μοίρα με αυτούς;

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΠΑΦΟ

Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά με τους όρους και τους ρόλους να αλλάζουν. Στο πέρασμα της ιστορίας, οι Έλληνες πολλές φορές βρέθηκαν στο δρόμο της προσφυγιάς. Στη νεότερη ιστορία πολλοί  Έλληνες της Αιγύπτου κατά το 1882 και της Μικράς Ασίας το 1923, κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Συρία. Η Συρία συνήθως συμπεριφερόταν καλά στους Χριστιανούς, γι αυτό βλέπουμε να υπάρχουν πολλά μοναστήρια στη χώρα, σε αντίθεση με εμάς που έχουμε αποστροφή για τα δικά τους τεμένη. Ο ρατσισμός ξεκίνησε εξ αρχής με την άφιξη τους εδώ στην Κύπρο, αλλά δειλά και αραιά, φέρνοντας ως πρόσχημα τη μετατροπή κάποιων σπιτιών σε θρησκευτικούς χώρους λατρείας της θρησκείας τους, τα οποία ήσαν καρφί στα μάτια των Χριστιανών όπως ισχυρίζονταν. Έγιναν αρκετές διαμαρτυρίες και μικρές διαδηλώσεις, αλλά μη βρίσκοντας ανταπόκριση στις μάζες του Ελληνικού πληθυσμού, εξασθένισαν και έμειναν να υποβόσκουν επικίνδυνα στα μυαλά κάποιων Αντιεθνιστών. Τώρα όμως, στις σημερινές ημέρες, βλέπουμε ένα μεγάλο κύμα να σπρώχνει αρκετές μάζες λαού και να τους ξεσηκώνει, ενώ στα μέσα μαζικής δικτύωσης κάποιοι επιτήδειοι άρχισαν έμμεσες απειλές σε όσους Ελληνοκύπριους νοικιάζουν σπίτια σε αυτούς.
Στη Πάφο ειδικά που έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι Σύριοι πρόσφυγες καθώς τα ενοίκια είναι ακόμα φτηνά, επικρατεί ένα κίνημα οργανωμένης προπαγάνδας που επηρεάζουν μέχρι και την αστυνομία σε ένα αίσθημα Εθνικιστικό, επιλεκτικά και μόνον εναντίον των Σύριων. Είναι μια εκρηχτική κατάσταση που οι αρχές πρέπει να την δουν, πρίν εξελιχτεί σε εχθρική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών. Πρέπει οι υποκινητές αλλά και ο παρασυρμένος όχλος να προσέξουν γιατί θα είναι υπαίτιοι της ανόδου ενός φασισμού που θα εδρεύει στο ρατσισμό και στην μισαλλοδοξία.
Πρέπει να ανατρέξουν την ιστορία και να γνωρίσουν ότι οι εξάρσεις Αντιεθνισμού, κυρίως έβλαψαν τους Έλληνες, γι’ αυτό πρώτοι εμείς πρέπει να συμπαραστεκόμαστε στους ξένους πρόσφυγες και ειδικά τους Σύριους, όπως παλαιότερα έκαναν και αυτοί σε εμάς.  
Ο Ελληνισμός διώχθηκε από αιώνων από Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Οθωμανούς. Στη Κύπρο ένεκα της καταπίεσης αλλά και των παρατεταμένων ανομβριών, οι Ελληνικοί πληθυσμοί μετακινούνταν στις γειτονικές χώρες και έβρισκαν καταφύγιο. Έως το 1974 καθώς και στην οικονομική κρίση του 2013, οι Κύπριοι ξενιτεύονταν. Σχεδόν δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει συγγενή που μετακόμισε στη ξενιτιά. Πρέπει λοιπόν οι Κύπριοι, να δέχονται τους πρόσφυγες με περισσότερη κατανόηση, γιατί ο κίνδυνος να ξαναγίνουμε πρόσφυγες ένεκα της Τουρκίας ελλοχεύει, και αυτό θα συμβαίνει επ’ αόριστον.
Οι υποκινητές αυτού του ρατσισμού εναντίων των Σύριων, ας αναλογιστούν τις κακές συνέπειες που θα προκαλέσουν, και ας σκεφτούν ψυχραιμότερα. Πιστεύω ότι είδη η κατάσταση στη Πάφο είναι πολύ τεταμένη, και θα ήταν καλά να παρέμβει το κράτος ώστε να σταματήσει αυτό που συμβαίνει.

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

-Το φρικωδέστατον των κακών ο Θάνατος, δεν είναι τίποτα για εμάς, επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος δεν υπάρχει, και όταν επέλθει ο θάνατος τότε δεν υπάρχουμε εμείς,
έγραψε ο Επίκουρος ο φιλόσοφος.
Με αυτό εννοεί ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο εφ όσον είμαστε ζωντανοί, αλλά ούτε όταν είμαστε νεκροί καθώς όταν δεν θα υπάρχουμε, δεν θα υπάρχει ούτε ο θάνατος.
Το θάνατο οι ανθρωποι τον φοβουνται χωρίς να τον γνωρίζουν, και χωρίς να ξέρουν αν για όσους πεθαίνουν είναι κάτι καλό, ή κάτι κακό.
Ώστε ο θάνατος είναι ο φόβος του ανθρώπου για εκείνο που δεν γνωρίζει, καθώς ότι άγνωστο το αντικρίζει με επιφύλαξη. Και αυτόν τον φόβο, οι επιτήδειοι εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αγωνία, εξουσιάσουν τις συνειδήσεις.
Ίσως οι περισσότεροι ισχυριζόμαστε ότι η ζωή μας είναι γλυκύτερη χωρίς το φόβο του θανάτου, αλλά από την άλλη αν ό καθένας μας δεν είχε αυτό το φόβο μέσα του, αν δεν πιστεύαμε ότι όλα είναι εφήμερα, η συνείδηση μας δεν θα μας ενοχλούσε, δεν θα μας πονούσε, και θα λειτουργούσαμε χωρίς ηθικούς κανόνες εις βάρος των άλλων, οπότε θα κυριαρχούσε μια άνομη τάξη με κυρίαρχους τους δυνατότερους και τους εξυπνότερους.
Έχουμε αποδεχτεί όλοι τον θάνατο, έχουμε δεχτεί ότι κανείς δεν γλυτώνει από αυτόν. Εντούτοις όποτε τον φέρνουμε στο νου μας προσπαθούμε αμέσως να τον διώξουμε  γιατί και μόνο η σκέψη του μας φοβίζει, καθώς κανείς από εμάς δεν έχει παρόμοια εμπειρία, καθώς όλοι τρέμουμε το άγνωστο.
Οι άνθρωποι για να κατευνάσουν αυτόν τον φόβο, εφεύραν θρησκείες για παρηγοριά και δημιούργησαν ιστορίες για Κόλαση και Παράδεισο. Κανείς δεν επιθυμεί τον θάνατο, και όσοι ονομάζονται ήρωες, θυσίασαν τη ζωή τους γιατί περισσότερο από τον εαυτό τους αγάπησαν την πατρίδα, την δόξα και την υστεροφημία, ενώ κάποιοι άλλοι δεν την άντεξαν ένεκα της σκληρότητας που τους φέρθηκε η ίδια.
Όταν η ευμάρεια, η καλοπέραση και τα υλικά αγαθά κυριαρχούν, όλοι αγαπάμε τη ζωή, και μισούμε τον θάνατο, αλλά περισσότερο τον φοβόμαστε.
Όμως τι καλύτερο θα ήταν αν αντί για εχθροί μαζί του γινόμασταν φίλοι;
Πολλοί το έχουν σκεφτεί, αλλά λίγοι το εννόησαν, καθώς ζούμε και γερνάμε με αυτόν τον φόβο, όπου στο τέλος μας γίνεται έμμονη ιδέα.
Αν όμως κάποιος αναλογιστεί ότι ο θάνατος μοιάζει με ύπνο βαθύ που τίποτα δεν τον ταράσσει, θα καταλάβει ότι σε αυτήν την ανυπαρξία τίποτα δεν μας πληγώνει, ούτε πόνος, ούτε έγνοιες ούτε μαράζια. Αν αναλογιστεί ότι όσο ζούμε κουραζόμαστε, ανησυχούμε, στενοχωριόμαστε και πονούμε, μάλλον θα προτιμούσε έναν ύπνο βαθύ χωρίς να τον σκιάζει έγνοια.
Αν τοιουτοτρόπως λοιπόν σκεφτούμε,  θα εννοήσουμε ότι Κόλαση είναι η ίδια η ζωή μας καθώς κατά τη διάρκεια της οι πίκρες μας είναι κατά παρασάγγας υπέρτερες των χαρών μας, και Παράδεισος όταν τελειώνει η ζωή μας και αναπαυόμαστε δια παντός.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ

ΤΑ ΜΜΕ ΩΣ 4η ΕΞΟΥΣΙΑ

Με τον όρο κοινή γνώμη αναφερόμαστε στην κρίση και την θέση που έχει και παίρνει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών πάνω σε διάφορα ζητήματα που τους ενδιαφέρουν και τους απασχολούν.  Όμως και αυτοί με τη σειρά τους  είναι επιρρεπείς στα ωραία λόγια και στην προπαγάνδα. Έτσι οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ χρησιμοποιώντας τις δημοσκοπήσεις και μετρώντας  την κοινή γνώμη, αντιλαμβάνονται εύκολα τις επιθυμίες του απλού πολίτη, και δια της προπαγάνδας επιχειρούν να διαμορφώσουν αυτή την κοινή γνώμη. Συνήθως τα καταφέρνουν και τοιουτοτρόπως εφαρμόζουν τις δικές τους πολιτικές εφ όσον πρώτα τις έχουν εμπεδώσει σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Βλέπουμε λοιπόν, οι πολιτικές να διαμορφώνονται με βάση την κοινή γνώμη και οι πολιτικοί καθώς και τα ΜΜΕ βασιζόμενοι σχεδόν πλήρως σε αυτήν, ανάλογα διαμορφώνουν τις δικές τους συμπεριφορές.
Το γεγονός όμως, είναι ένα. Η κοινή γνώμη επηρεάζεται και διαμορφώνεται ανάλογα με τις επιθυμίες των ΜΜΕ. Παλαιότερα ένεκα επικοινωνίας οι ρήτορες λαοπλάνοι ήταν δυσκολότερο να επιβάλλουν τη γνώμη τους. Σήμερα όμως με τα συστημικά ΜΜΕ που είναι σε όλα τα σπίτια και βομβαρδίζουν τους πολίτες δια της προπαγάνδας, καταφέρνουν στις εκλογικές αναμετρήσεις να επιβάλλουν όσους αυτοί επιλέγουν.
Και ενώ παρακολουθούμε ένα κανάλι της τηλεόρασης ή ένα τραστ εφημερίδων να έχουν τεράστιες ζημιές, εντούτοις κανένα δεν κλείνει και παρακολουθούμε τους ιδιοκτήτες και τους ανθρώπους γύρω τους να διορίζονται σε θέσεις κλειδιά και να έχουν πρόσβαση στην εξουσία αλλά και στις πηγές που παράγουν πλούτο.
Με λίγα λόγια τα ΜΜΕ έχουν τεράστια δύναμη, περισσότερη από αυτήν που της καταλογίζουν και την ονομάζουν ως 4η  εξουσία. Όποιος πολιτικός επιχειρεί να τα εναντιωθεί ή να τα παραβλέψει, εξαφανίζεται από το προσκήνιο, και όσο καλός να είναι, ξεχνιέται στη λήθη του χρόνου.
Είναι γι αυτό λοιπόν που παρακολουθούμε καλανάρχες και δημοσιογράφους να προοδεύουν και να ανελίσσονται περισσότερον από άλλους, καθώς γι αυτούς οι πόρτες στα κέντρα εξουσίας είναι ανοιχτές ένεκα του φόβου των Ιουδαίων.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ


ΓΙΑΤΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΜΕ;

Η επιστήμη του θανάτου τεκμηριωμένη με λογικά επιχειρήματα, δεν είναι το οδυνηρό τέλος της ζωής του μεταστάντος, αλλά ένας τρόπος αντίδρασης της εξελικτικής φύσης για να συνεχίσουν να υπάρχουν ζωντανοί. Διότι αν δεν υπήρχε θάνατος, όσοι γεννήθηκαν από καταβολής κόσμου, θα ήσαν τόσοι και αμέτρητοι που δεν θα τους χωρούσε η γη και ως εκ της φύσεως της θα απέβαλλε.
Κατά την επιστήμη ο Θάνατος είναι η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών  που υποστηρίζουν τη διαβίωση ενός οργανισμού  και το ίδιο το σώμα αποσυντίθεται στα εξ ων συνετέθει.
Όμως κάποιοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως δεν είναι το τέλος, αφού κατά τον Αϊνστάιν καμίας μορφής ενέργεια δεν χάνεται, αλλά παραμένει εσαεί, οπότε κατά συνέπεια αφού η ζωή είναι ενέργεια, αυτή παραμένει ζώσα σε μια απόκοσμη κατάσταση που συνδέεται όμως με την κοσμική κατάσταση σε μια στοιχειωμένη σχέση.  
Κάποιοι επιστήμονες αναφέρουν πώς αν και το σώμα πεθαίνει,  η συνείδηση συνεχίζει για λίγο ακόμα μετά τον θάνατο οπότε αυτό αποδεικνύει ότι στα αρχικά στάδια του θανάτου, ο εγκέφαλος παραμένει συνειδητός, και ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι επιζώντες του κλινικού θανάτου θυμούνται μερικές φορές τι συνέβη, αν και ήταν τεχνικά νεκροί. Ισχυρίζονται ακόμα πως ο εγκέφαλος θανόντων με κατάλληλη κλινική, μπορεί να διατηρηθεί ζωντανός για πολλές ώρες, οπότε μυθιστοριογράφοι για να γράψουν ιστορίες ζόμπι, βασίζονται σε αυτή τη θεωρία και περιγράφουν τις φοβικές φαντασίες τους.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο θάνατος είναι το τέλος, αλλά περισσότεροι θέλοντας να έχουν μια παρηγοριά, πιστεύουν στα κηρύγματα των θρησκειών, ώστε τοιουτοτρόπως έχουν κάτι να ελπίζουν καθώς όλοι εκ της φύσεως μας φοβούμαστε τον θάνατο. Άλλοι ακόμα πιστεύοντας στην πρόοδο της επιστήμης έχουν μια κρυφή εμπιστοσύνη ότι ένεκα αυτής ίσως κάποτε με κάποιο τρόπο, κάποιοι νεκροί θα αναστηθούν.
Όταν πεθαίνουμε λοιπόν, και το σώμα μας γίνεται χώμα, τα οστά μας για να διαλυθούν, χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια ή και μυριάδες όταν ευρίσκονται σε κατάσταση απολίθωσης, οπότε πολλά γονίδια μας παραμένουν ενεργά, και ίσως αυτό να μας είναι μια φρούδα παρηγοριά, καθώς ίσως κάποια στιγμή οι επιστήμονες μπορέσουν μετά θάνατον να μας ξαναδημιουργήσουν με την μέθοδο της κλωνοποίησης.
Αν λοιπόν η Ορθόδοξη εκκλησία αντέτασσε την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης ως στοιχείο σε αυτούς που προωθούν την καύση των νεκρών, πιστεύω θα μπορούσε να τους πείσει να αναθεωρήσουν.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ


Τα χαράματα της Κυριακής, οι Μυροφόρες μαζί με την Παναγία πήγαν στον τάφο του Ιησού. Ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός και ένας Άγγελος κύλισε την πέτρα που έφραζε τον τάφο και κάθισε πάνω της. Οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο, είχαν παραλύσει από το φόβο τους. Ο άγγελος απευθύνθηκε στις Μυροφόρες και την Παναγία να μην φοβούνται και ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί. Τους  είπε να ειδοποιήσουν τους μαθητές του για το γεγονός και να πάνε στη Γαλιλαία όπου θα τους συναντούσε για να τους ευλογήσει.
Οι Γραμματείς και οι Φαρισσαίοι θεώρησαν μεγάλη ντροπή τους την Ανάσταση του Χριστού, και δωροδοκήσουν τους στρατιώτες να πουν ψέματα, ότι το σώμα του Χριστού κλάπηκε από τους μαθητές του, και δεν αναστήθηκε.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ, ΠΡΟΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

Την ένδοξο είσοδο του υιού του Θεού στα Ιεροσόλυμα μνημονεύουμε την Κυριακή των Βαΐων.
Από την Κυριακή των Βαΐων αρχίζει ουσιαστικά η λεγόμενη Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών. Κατά την ημέρα αυτή εορτάζεται η ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα όπου, κατά τους συγγραφείς των Ιερών Ευαγγελίων, οι Ιουδαίοι τον υποδέχθηκαν κρατώντας Βάια ή βάγια (κλάδους φοινίκων) και απλώνοντας στο έδαφος τα ρούχα τους ζητωκραύγαζαν «Ωσαννά, ευλογημένος ὁ αρχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Την ξμέρα αυτή οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια δάφνης ή ελιάς που πίστευαν πως είχαν δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί και γονιμοποιές,καθώς και για πάσα καλό για δέντρα, περβόλια, κλήματα, στάνες, ζώα, μύλους,  βάρκες.
Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι.
“Μέσα βάγια και χαρές, όξω ψύλλοι, κόριζες ”
Όλα εξαφανίζονταν από τα σπίτια μόλις έμπαιναν τα βάγια. Κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ’ αυτά κάπνιζαν με το θυμιαστήρι οι γυναίκες τα παιδιά για το κακό το μάτι.

ΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ

Κάποιοι ναυτικοί αρθρογράφοι, άγαρμπα προσπαθούν να διαστρεβλώσουν κάποιες αλήθειες για το είδος της ζωής των πληρωμάτων στα βαπόρια και στα λιμάνια, σάμπως ο τρόπος ζωής του δεν συνάδει, και με ύφος απολογητικό γράφουν ότι αυτά που συνέβαιναν παλιά, τώρα δεν συμβαίνουν. Ότι δηλαδή πλέον οι νόμοι είναι αυστηροί και δεν επιτρέπεται παρα ελάχιστη χορήγηση ποτού σε αυτούς, ότι οι έλεγχοι για ναρκωτικές ουσίες είναι αυστηροί, και στο κάθε λιμάνι οι ώρες εκφορτώσεως ή φορτώσεως είναι ελάχιστες ένεκα της σύγχρονης τεχνολογίας, και εξ αυτού, δεν τους μένει χρόνος για επίσκεψη σε κέντρα διασκέδασης για ποτό, ξεσάλωμα και πρόστυχες γυναίκες.
Όμως εγώ λέω,
από παλιά έως και σήμερα, η ζωή του ναυτικού ήταν σκληρότερη του στεριανού, και με τις δυσκολίες της απομόνωσης μακριά από στεριές και ανθρώπους, μέσα στο ατελείωτο υδάτινο στοιχείο, ανέπτυσσαν διαφορετικές νοοτροπίες, διαφοερετικό τρόπο αντίληψης και σκέψης. Είναι φυσικό του ανθρώπου και χάρισμα της φύσης, ανάλογα με τον τρόπο διαβίωσης του να προσαρμόζεται στον περιβάλλοντα χώρο.
Ανάλογα με τις δυσκολίες που αντιμετοπίζει γίνεται σκληρότερος, και ανάλογα με το περιβάλλον αναπτύσσει ιδιαίτερες συμπεριφορές καλές ή κακές που του κάνουν ευκολότερη τη διαβίωση και τη συναναστροφή με τους άλλους.    
Όταν λοιπόν ένας ναυτικός περνά την περισσότερη του ζωή πάνω στα καράβια, όταν συναναστρέφεται με ελάχιστους ανθρώπους- συναδέλφους του, οι ορίζοντες των ενδιαφερόντων του μένει στενός. Όταν ζει μακριά από τους δικούς του επί μακρού καιρού, ο νόστος του γυρισμού του προκαλεί νοσταλγία και θλίψη. Είναι γι αυτό φυσικό να εφευρίσκει τρόπους για να σπάζει τη μονοτονία της καθημερινότητας του με ποτό, με ουσίες, ή και άλλα. Είναι πράγματα που ο στεριανός θα απέφευγε ένεκα εναλλακτικών λύσεων, που στον ναυτικό όμως δεν δίνεται η δυνατότητα.
Στα ποντοπόρα πλοία που τα ταξίδια είναι πολυήμερα, τα πληρώματα αναμένουν τις λίγες ώρες που θα δέσουν σε κάποιο λιμάνι, με αγωνία να αναζητήσουν γυναικεία συντροφιά. Και όπως είναι φυσικό, αυτές δεν θα τις βρουν στα καθώς πρέπει μαγαζιά, αλλά μέσα σε καταγώγια και ύποπτα στέκια, όπου μέσα υπάρχει κάθε είδος απόλαυσης, καθώς επιτήδειοι έμποροι του εύκολου χρήματος, διευθύνουν αυτού του είδους επιχειρήσεις που αποτίνονται στα βασικά ανθρώπινα ένστικτα όπως είναι η λίμπιντος και η απόλαυση.
Είναι δηλαδή η ζωή του ναυτικού θέλωντας και μη, προσαρμοσμένη σε καθορισμέμα πλαίσια που επιβάλλουν οι συνθήκες της ναυτικής ζωής.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ