Ο απλός λαός έχει μάθει πως ζωή χωρίς ρουσφέτι
δεν γίνεται. Του έχει γίνει βίωμα, το πιστεύει και το γυρεύει. Φυσικά
παραδέχεται πως είναι λάθος, όταν όμως το ζητούν άλλοι. Όταν διενεργείται για
τον ίδιο το δικαιολογεί ως κληροδότημα των προγόνων του.
Ναι, εδώ θέλω να καταλήξω στους προγόνους μας, που για χιλιάδες χρόνια ως
ανελεύθεροι και υποταγμένοι έμαθαν να σκύβουν το κεφάλι και να παρακαλούν για
το αυτονόητο. Κατάφεραν να εμπεδώσουν το ρουσφέτι ως επίτευγμα, κατάφεραν να το
αναγάγουν ως πρώτιστη ανάγκη για την καλυτέρευση της ζωής του. Ενσωματώθηκε
στο DNA του καθενός και υποβόηθησε τα μέγιστα
στη χαλάρωση των αντιστάσεων. Πίστεψε ο πολίτης πως με τη δουλικότητα και το
προσκύνημα επιτυγχάνει το στόχο του. Αυτό συνέβαινε παντοτινά, και μια λογική
εξήγηση, είναι η καταπίεση και ο εξαναγκασμός που δέχονταν οι Ελληνικοί
πληθυσμοί από τους αιώνιους κατακτητές της νήσου. Όμως τώρα, γιατί συμβαίνει
αυτό; Δεν έχουμε κατακτητές να μας εξαναγκάζουν να τους προσκυνούμε. Αντί λοιπόν
αυτούς, τώρα ο Έλληνας εκλιπαρεί το κάθε κόμμα και τον κάθε βουλευτή ή
πολιτικάντη για ρουσφέτι. Για οποιοδήποτε ρουσφέτι. Για μια απλή θέση εργασίας,
για ιατρική περίθαλψη, ακόμα και για έκδοση κυβερνητικών πιστοποιητικών.
Συνήθισε να ζητά ρουσφέτια και μετά να κατηγορεί την κοινωνία και τα
κόμματα, για την αδικία που υπάρχει. Αρέσκεται να ρίχνει τις ευθύνες στους
πολιτικούς και σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του, χωρίς να
παραδέχεται πως έμμεσα αυτός ευθύνεται που τους υποστηρίζει και τους αναδεικνύει
στις θέσεις τους. Φτάνει να επιτύχει το συμφέρον του, και δεν ενδιαφέρεται αν
το έχει αποκτήσει εις βάρος άλλων, χωρίς να νοιάζεται για την αδικία και τα
αίσχη που συμβαίνουν στους διπλανούς του.
Ο Έλληνας λοιπόν κατάντησε ραγιάς και για ένα ξεροκόμματο που του
προσφέρουν, δεν αντιδρά στις αδικίες γύρω του. Βλέπει τη χώρα του να είναι
πτωχυμένη κυρίως ένεκα του ρουσφετιού, και ακόμα επιμένει ο ίδιος να το
αποζητά. Και ύστερα επιρρίπτει όλες τιε εθύνες για το κατάντημα στη χώρα του,
μόνο στους άλλους. Δεν σκέφτεται τις δικές του ευθύνες καθώς για το δικό του
συμφέρον, καταπατά κάθε έννοια δικαίου, αξιοκρατίας και ισονομίας έναντι των
άλλων.
Οι διάφοροι κατακτητές βρήκαν ένα εύκολο τρόπο για να έχουν τους υπόδουλους
Έλληνες υπάκουους. Τους έδιναν ψίχουλα δια του ρουσφετιού, έτσι που τους έκαναν
να πιστεύουν ότι παραμένοντας ήσυχοι, είχαν «μέσον». Έτσι με τον καιρό
εκπαίδευσαν τους πολίτες να είναι υπάκουοι και φρόνιμοι Ραγιάδες. Και έμαθαν οι
ραγιάδες Έλληνες, με ένα ξεροκόμματο να αποδέχονται τη σκλαβιά και τη μιζέρια.
Το κύριο ερώτημα όμως ακόμα παραμένει. Πως ύστερα από 55 χρόνια ελευθερίας
και δημοκρατίας, ισχύει το ίδιο; Πως ακόμα ο Κυπριακός λαός μετά τη μεγάλη
οικονομική πτώχευση μένει σιωπηλός χωρίς αντίδραση; Πως ακόμα ψηφίζει τους
ίδιους, αυτούς που ονομαστικά προκάλεσαν τόση μεγάλη καταστροφή;
Η απάντηση είναι εύκολη. Όλα τα κόμματα, όλοι οι πολιτικοί, όλοι οι
βουλευτές και οι ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι που τους βοηθούν, καλά γνωρίζουν
πόσο ευάλωτος είναι ο λαός στο ρουσφέτι, και πόσο εύκολα παρασύρεται με αυτό,
ώστε με υποσχέσεις και ψίχουλα που τους δίνουν, τους έχουν ραγιάδες
γονατισμένους να τους εκλιπαρούν, να τους υποστηρίζουν και να τους ψηφίζουν.
Δυστυχώς, αυτή είναι η μοίρα αυτού του λαού και το μέλλον του
προδιαγεγραμμένο.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ